Από τον Κωνσταντίνο Σαμαρά
Στην κηδεία του Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ παρευρέθηκαν μόλις 24 άτομα. Οι υπόλοιποι μάλλον δε συγχώρησαν το θράσος ενός πρώην αγρονόμου να οραματιστεί ένα κάποιο Νέο Μυθιστόρημα, να κυνηγήσει μια τάχα απόλυτη κινηματογραφική ελευθερία και, σε τελική ανάλυση, να πάρει τις εμμονές του στα σοβαρά.
«Γνωρίζουμε τις ευθύγραμμες αφηγήσεις του σινεμά του μπαμπά, που δε μας χαρίζουν κανένα κρίκο στην αλληλουχία των πολυαναμενόμενων γεγονότων: το τηλέφωνο χτυπάει, ο άντρας το σηκώνει, βλέπουμε τον συνομιλητή του στην άλλη άκρη της γραμμής, ο άντρας του λέει ότι έρχεται, κλείνει το τηλέφωνο, ανοίγει την πόρτα, κατεβαίνει τις σκάλες, μπαίνει στο αυτοκίνητο, διασχίζει τον δρόμο, σταματάει μπροστά από μια πόρτα, ανεβαίνει μια σκάλα, χτυπάει το κουδούνι, του ανοίγει ένας υπηρέτης κλπ. Στην πραγματικότητα, το πνεύμα μας πηγαίνει πιο γρήγορα ή πιο αργά, άλλες φορές. Το βήμα του είναι πιο πολυεπίπεδο, πιο πλούσιο και λιγότερο καθησυχαστικό: κάνει άλματα, καταγράφει με ακρίβεια ασήμαντες λεπτομέρειες, επαναλαμβάνεται. Και αυτός ο εγκεφαλικός χρόνος είναι που μας ενδιαφέρει, με τις παραξενιές, τις οπές, τις εμμονές, τις σκούρες περιοχές του, επειδή είναι ο χρόνος των παθών μας, ο χρόνος της ζωής μας».
Εάν υπάρχει κάτι που υποχρεούσαι να αναγνωρίσεις στον μακαρίτη πια Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ, είναι ότι επιχείρησε μέχρι τέλους να μείνει πιστός στους παραπάνω αφορισμούς του. Εξάλλου, για τη γενιά που ζυμώθηκε μέσα στη μικρή κινηματογραφική κοσμογονία της δεκαετίας του 60, ήταν απολύτως φυσιολογικό όχι μόνο να εκτοξεύεις αισθητικά μανιφέστα προς άγνωστη κατεύθυνση, αλλά και να τα μετατρέπεις σε ζήτημα ζωής και θανάτου. Και ο, γεννημένος τον Αύγουστο του 1922 στη Βρέστη, Ρομπ-Γκριγιέ είχε ήδη δώσει τα διαπιστευτήριά του σηκώνοντας ψηλά το λάβαρο του Νέου Μυθιστορήματος ή αλλιώς Nouveau Roman: «ταμπέλα» που κόλλησαν σε αυτόν και στους λογοτεχνικούς ομοϊδεάτες του (Ναταλί Σαρότ, Κλοντ Σιμόν) οι ίδιοι οι επικριτές τους, λόγω της παντελούς άρνησης των παραδοσιακών μυθοπλαστικών σχημάτων, της προκλητικά μη-τραγικής ματιάς πάνω σε κάτι τραγικό και μιας νέας αίσθησης του παραλόγου.
Αυτή ακριβώς η λογοτεχνική ιδιοσυγκρασία ήταν που οδήγησε τον συγγραφέα του «Ενας Βασιλοκτόνος» και του «Μέσα Στο Λαβύρινθο» στη μνημειώδη συνεργασία-δημιουργική ώσμωση με τον Αλέν Ρενέ που θα γεννούσε το «Πέρσι Στο Μάριενμπαντ». Η πιο διάσημη ταινία του Ρομπ-Γκριγιέ θα του απέφερε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ σεναρίου, αλλά δεν έφερε τη σκηνοθετική υπογραφή του ιδίου. Τροφοδοτώντας τις ταινίες και τα βιβλία του από την ίδια δεξαμενή εμμονών, ο σκηνοθέτης Ρομπ-Γκριγιέ θα επιδείκνυε απόλυτη αφοσίωση σε μια κινηματογραφική φόρμα όπου κανένα σύνορο μεταξύ φανταστικού και πραγματικού ή μεταξύ παρελθόντος και παρόντος δεν είναι διακριτό. Σε αντίθεση με τον Ρενέ του «Μάριενμπαντ» όμως, θα αποτασσόταν τη συγκινησιακή τριβή με τον θεατή όπως ο διάολος το λιβάνι. Κι αν σποραδικά κατάφερνε να τραβήξει την προσοχή με τον αινιγματικό «Ανθρωπο Που Λέει Ψέματα» (1968), την σαγηνευτική «Ωραία Αιχμάλωτη» (1983) ή συνήθως με τις υπέροχες πρωταγωνίστριές του, φαίνεται ότι ο Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ είχε επιλέξει τον εγκλεισμό στον προσωπικό του λαβύρινθο.
L' Immortelle
Μια γυναίκα που μπαίνει και βγαίνει χωρίς προειδοποίηση στη ζωή ενός άντρα. Μια μυστηριώδης υπόθεση πορνείας. Ενα σινεμά που πατάει με το ένα πόδι στη νουβέλ βαγκ, με το άλλο στα αμερικάνικα b-movies. Αυτό είναι το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ρομπ-Γκριγιέ με τίτλο «Η Αθάνατη» («L Ιmmortelle», 1963), που μπορεί να σε κάνει να νοσταλγείς τη βατή ιστορία του «Μάριενμπαντ», αλλά σε φέρνει σε επαφή με το φρέσκο ακόμα βλέμμα ενός υπέροχου ηδονοβλεψία. Που, κινηματογραφώντας τη Φρανσουάζ Μπριόν με μαύρα εσώρουχα να ξαπλώνει νωχελικά σε μια φλοκάτη, σε κάνει να νομίζεις ότι είναι η πρώτη φορά που είδες ημίγυμνη γυναίκα στο σινεμά.