Τα 60s υπήρξαν πάντοτε η περίοδος, την οποία οι περισσότεροι σκηνοθέτες προσέγγισαν με νοσταλγική διάθεση. Ακόμη κι ο Τζον Γουότερς δημιούργησε με το «Ηairspray» το δικό του φόρο τιμής στην κολεγιακή κομεντί που τόσο λάτρεψε το αμερικανικό σινεμά, με τις ξέφρενες, χορευτικές φιγούρες που γίνονταν μόδα εν μία νυκτί και τις εξωφρενικές, υπερμεγέθεις κομμώσεις. Η μιούζικαλ διασκευή του Μπρόντγουεϊ διατήρησε γενικά το ύφος του Γουότερς και το ίδιο συμβαίνει με την ταινία του Σάνκμαν που αποτελεί με τη σειρά της μεταφορά του θεατρικού.
Χωρίς το ιλιγγιώδες μοντάζ ενός «Σικάγο» αλλά με εντυπωσιακή, «ζαχαρωμένη» ανασύσταση της εποχής, βασίζεται περισσότερο στους εκκεντρικούς χαρακτήρες για να κρατήσει το ενδιαφέρον. Η αντιρατσιστική σταυροφορία της Τρέισι, φαντάζει σήμερα ξεπερασμένη καθώς υπολείπεται της αιχμηρής, σχεδόν απάνθρωπης ειρωνείας του Γουότερς και το σάουντρακ δύσκολα θα ακουστεί μεμονωμένα, υπάρχουν όμως αρκετά στο καινούργιο «Ηairspray» για να εκτιμήσει κανείς.
Η υπέροχα ενορχηστρωμένη εναρκτήρια σεκάνς με την Τρέισι να τραγουδά «Good Morning Βaltimore» εκτοξεύει τις προσδοκίες σε ύψη που η υπόλοιπη ταινία δυσκολεύεται να επαναλάβει. Η ευπρόσδεκτα camp αίσθηση,όμως, ενός ιλουστρασιόν guilty pleasure δεν χάνεται ποτέ. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε με την εικόνα ενός διακοσίων κιλών Τραβόλτα in drag (στο ρόλο που αρχικά υποδύθηκε η θρυλική Ντιβάιν) να χορεύει αγκαλιά με τον Κριστοφερ Γουόκεν; Ωστόσο, την παράσταση κλέβει η αυθεντικά ευτραφής Νίκι Μπλόνσκι.
Με το αυθάδικο -«τα πάχη μου, τα κάλλη μου»- ύφος της, χορεύει και τραγουδά με την άνεση ενός βετεράνου. Αν το Χόλιγουντ μπορούσε να φανεί τόσο φιλελεύθερο όσο ανέλπιστα αποδεικνύεται τελικά η συντηρητική Βαλτιμόρη στο φιλμ, η ζουμπουρλούδικη αυτή νεαρά θα μπορούσε να έχει την καριέρα που πολλές, λιπόσαρκες στάρλετ ούτε καν ονειρεύονται. Πιθανόν όμως τέτοιου είδους εκπλήξεις να συμβαίνουν μόνο στο σινεμά.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ