Ο Αϊζακ, ένας σεναριογράφος τηλεοπτικών κωμωδιών, περνάει την υπαρξιακή του κρίση. Η άνευ ουσίας επιφάνεια της δουλειάς του, οι συμβιβασμένες του φιλοδοξίες, οι καταστροφικές του σχέσεις με τις γυναίκες, το ανικανοποίητο εγώ του που τον οδηγεί να ξαπλώνει με μικρότερες ερωμένες ή στους καναπέδες ψυχαναλυτών - όλα χτυπούν κόκκινο στη νεύρωσή του και καταλήγουν σε μία κοινή αναπάντητη ερώτηση: «γιατί δεν είμαι ευτυχισμένος;».
Υπάρχουν δράματα, υπάρχουν κωμωδίες και υπάρχει ο Γούντι Αλεν. Ξεφεύγοντας από τις μπουφόνικες πρώτες του παρωδίες, με το «Μανχάταν» βρήκε τη φωνή (ο Μάρσαλ Μπρίκμαν βοήθησε στο σενάριο) και το στυλ (ο Γκόρντον Γουίλις υπέγραψε την ασπρόμαυρη σινεμασκόπ φωτογραφία) για να εκφράσει την ανασφάλεια του μέσου αστού μίας νέας, ανήσυχης Αμερικής. Ενός μορφωμένου, πολιτικοποιημένου κατοίκου μίας σφύζουσας από ζωή μητρόπολης που του παρέχει περισσότερες επιλογές, μεγαλύτερη ελευθερία στην έκφραση και λιγότερη επικοινωνία.
30 χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας και η γουντιαλενική γλώσσα παραμένει αξεπέραστη. Εγκεφαλικά αστεία, μελαγχολικά ρομαντική, αδυσώπητα αυτοσαρκαστική, δραματική στις λεπτομέρειες. Τρεις δεκαετίες μετά και η Νέα Υόρκη συνεχίζει να ακουμπάει τη βελόνα στους δίσκους του Γκέρσουιν και να χαζεύει με καμάρι την αντανάκλασή της στην μεγάλη οθόνη - έτσι όπως την κατέγραψε ο πιο πιστός της εραστής. Ενας σκηνοθέτης που είναι «σκληρός και τρυφερός όπως η πόλη του».
Πόλυ Λυκούργου