Λευκή Κορδέλα

27.10.2009
Τα παιδιά, οι οικογένειές τους, ο πάστορας, ο δάσκαλος, ο γιατρός βρίσκονται όλοι στο επίκεντρο. Όμως, ανεξήγητα περιστατικά συμβαίνουν, κάτι σαν μια απροσδιόριστη τιμωρία, αναστατώνοντας τη ροή της καθημερινότητας.

Θα πίστευε κανείς οτι ένα χωριό με κατοίκους ως επί το πλείστον αγρότες θα έπρεπε να γνωρίζει κάτι απλό: ό,τι σπέρνεις, θερίζεις. Αν καλλιεργείς τρόμο, οργή και υποκρισία, σε ώριμο χρόνο οι καρποί της σοδειάς σου αποδώσουν ωμό φασισμό.


Μια σειρά από ανεξήγητες πράξεις εκδίκησης ταράζουν τη φαινομενικά ήρεμη καθημερινότητα ενός προτεσταντικού αγροτικού χωριού στη Γερμανία του 1913. Το άλογο του τοπικού γιατρού σκοντάφτει σε προμελετημένη παγίδα, ρίχνει και τραυματίζει βαριά τον αναβάτη του. Ο μικρός μοναχογιός του Βαρόνου, για τον οποίο δουλεύει το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, απάγεται και βασανίζεται. Το καθυστερημένο αγοράκι της αγέλαστης οικονόμου, το μόνο που μοιάζει ως άσχημη περισπωμένη στο μονοτονικό της Αρίας Φυλής, βρίσκεται δεμένο στον κορμό ενός δέντρου, να αιμορραγεί.


Το "κακό" ξύνει την ψυχρή επιφάνεια της ντόπιας κοινωνίας και κάθε ένας από τους (συν)ένοχους κατοίκους -η Εκκλησία, η Οικογένεια, η Οικονομία, η Παιδεία- το διαχειρίζεται με μία διαφορετική επίφαση υποκρισίας. Ο πατέρας-ιερέας, παγερός και εκδικητικός, επιβάλλει τιμωρίες και φυτεύει ενοχές. Ο Βαρόνος ανησυχεί περισσότερο για την κοινωνική προσβολή, απειλεί και εκβιάζει. Ο αγρότης, ο εργάτης, η τροφός κοιτούν χαμηλά, φοβισμένα και βραχυπρόθεσμα: μόνο τη δουλειά τους. Οι μητέρες, βουβές και ευγενικές, προσφέρουν τσάι και συμπάθεια, αλλά αφήνουν τα παιδιά τους έρμαια στον πατριαρχικό σαδισμό. Αφηγητής μας, ο ανήσυχος, νεαρός δάσκαλος, ο μόνος που υποπτεύεται την ευρύτερη τρομακτική εικόνα, αλλά στέκεται ανήμπορος να βοηθήσει.


Θύματα των ενήλικων εγκλημάτων και της μαζικής υποκρισίας, τα παιδιά. Περιφέρονται βουβά, τρομοκρατημένα, ταπεινωμένα. Φορούν τη Λευκή Κορδέλα στα μαλλιά, ή στον βραχίονα - εξευτελιστική συμβολική τιμωρία του προτεστάντη ιερέα για να τους υποδείξει την απογοήτευσή του που έχασαν την αθωότητά τους. Πίσω όμως από την αψεγάδιαστα πειθαρχημένη, κόσμια συμπεριφορά τους, μέσα στο βλέμμα τους φορούν κάτι άλλο: μία αδιόρατη απειλή. Μία μακάβρια υπόσχεση οτι κάπου, κάποτε, το ξέσπασμά τους θα είναι αμείλικτο.


Ο γεννημένος Βαυαρός, αλλά μεγαλωμένος στην Αυστρία, Μίκαλε Χάνεκε δεν δίνει ποτέ απαντήσεις. Δεν ενδιαφέρεται για το αριστοτεχνικό στήσιμο και τη μετέπειτα αποκρυπτογράφηση ενός απλού μυστηρίου. Αντιθέτως, εμπιστεύεται τη δύναμη όσων ελλοχεύουν: όσων δεν τολμά να απαντήσει κανείς - παρά μόνο όταν έχει περάσει ένας αιώνας.


Ασπρόμαυρα, υποβλητικά, στοιχειωμένα από το φάντασμα του Μπέργκμαν πλάνα, άψογες ερμηνείες και σενάριο που δένει τη λευκή του κορδέλα στη συνείδηση του κάθε θεατή ξεχωριστά: πώς χάνεται η αθωότητα μιας ολόκληρης χώρας, πόσο καταστροφικά παρεμβατικός ο ρόλος της εκκλησίας στον κοινωνικό αποπροσανατολισμό, πόσο καίριος ο ρόλος της οικονομίας στη μαζική βουβή αποδοχή και στο κουκούλωμα της βίας, πόσο αδύναμη η παιδεία να επιβληθεί της διαφθοράς. Πόσο ανελέητο το μελλοντικό ξέσπασμα του ατσαλάκωτου ναζισμού. Πόσο εγκληματική και ασυγχώρητη η αφέλεια ολόκληρου του δυτικού κόσμου μπροστά στους δαίμονες που φυτρώνουν γενιές και γενιές στο χωράφι της Ιστορίας του.


Ο πρώην φοιτητής φιλοσοφίας και νυν κινηματογραφικός ανατόμος των παράξενων παιχνιδιών και των άγνωστων κωδικών της βίας έφυγε με τον Χρυσό Φοίνικα του 62ου Φεστιβάλ Καννών. Όχι απλά γιατί η "Λευκή Κορδέλα" είναι αναμφίβολα ένα αριστούργημα κινηματογραφικής σύνθεσης. Αλλά γιατί, όπως όλα τα πραγματικά έργα τέχνης, είναι ιστορικά αναγκαία.


ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ