Danger: Diabolik

22.06.2007
Το «Danger: Diabolik» αποτελεί σημείο αναφοράς για τη στρατιά των θαυμαστών του - από τους Beastie Boys και το ξεκάθαρο hommage τους στο βίντεο κλιπ τους «Βody Μovin» μέχρι τον γιο του Φράνσις Φορντ Κόπολα, Ρομάν Κόπολα, που δεν έκρυψε ποτέ τις επιρροές του στο ντεμπούτο του, «CQ»).

Το «Danger: Diabolik» αποτελεί σημείο αναφοράς για τη στρατιά των θαυμαστών του - από τους Beastie Boys και το ξεκάθαρο hommage τους στο βίντεο κλιπ τους «Βody Μovin» μέχρι τον γιο του Φράνσις Φορντ Κόπολα, Ρομάν Κόπολα, που δεν έκρυψε ποτέ τις επιρροές του στο ντεμπούτο του, «CQ»).

Και πολλοί «σοβαροί» κριτικοί, όμως, της αποδίδουν σοβαρή υποψηφιότητα για τον τίτλο της καλύτερης μεταφοράς κόμικ στη μεγάλη οθόνη.

Το «Diabolik» γυρίστηκε το 1968 υπό την επίβλεψη του Ντίνο Ντε Λαουρέντις και με την ιδιοφυή ματιά του Μάριο Μπάβα να ενορχηστρώνει τις εικόνες, τη δράση αλλά και όλο το ύφος της ταινίας. Το στόρι του καταγράφει με όλες τις camp λεπτομέρειες τις περιπέτειες του ομώνυμου ασύλληπτου διαρρήκτη, που με τη βοήθεια της λαχταριστής ξανθιάς ερωμένης του, διαπράττει τη μια εντυπωσιακή ληστεία μετά την άλλη. Ο Diabolik απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του στο λουσάτο υπόγειο κρησφύγετό του, αφού γελοιοποιήσει τις αρχές και την αστυνομία, που βρίσκονται συνεχώς μερικά βήματα πίσω του.

Βασισμένο σε ένα από τα πιο πετυχημένα και μακροβιότερα fumetti (διάβαζε: κόμικ) της γείτονος Ιταλίας, το φιλμ ξεκίνησε σαν μια απάντηση στην κινηματογραφική μεταφορά του «Γάλλου» Φαντομά: μόλις λίγα χρόνια πριν, ο τελευταίος είχε ξεκινήσει την καριέρα του στην οθόνη με εξαιρετική επιτυχία. Κι αν σήμερα στο Χόλιγουντ, η καθαρότητα και η άμεμπτη ηθική των κινηματογραφικών ηρώων αποτελούν προαπαιτούμενα συστατικά, στην αριστερίζουσα Ευρώπη της δεκαετίας του 60 τα πράγματα είχαν τη δυνατότητα να είναι αρκετά διαφορετικά. Ενας «κακός» δεν ήταν απαραίτητο να τιμωρείται και ένας διαρρήκτης μπορούσε να αποτελεί τον πρωταγωνιστή με τον οποίο ταυτιζόταν το κοινό της αίθουσας. Ναι, μπορεί η πολιτική να μην έχει ακριβώς θέση σε μια «ελαφριά» ταινία σαν το «Diabolik». Εντούτοις, δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις πως, έστω και προς χάριν της κινηματογραφικής διασκέδασης, η κοινωνική ματιά του φιλμ ήταν (κι εξακολουθεί να δείχνει) τίποτα λιγότερο από... ανατρεπτική: ο ήρωας, βλέπετε, δεν είναι ένας σύγχρονος Ρομπέν των δασών, που μοιράζει τα κλοπιμαία στους φτωχούς, αλλά ένας κοινός κλέφτης, ο οποίος χαριεντίζεται με την ερωμένη του πάνω στα κλεμμένα χρήματα του δημοσίου...

Από το χαρτί στην οθόνη
Ο Ντε Λαουρέντις πόνταρε πολλά στην τεράστια επιτυχία του κόμικ, που εκδιδόταν ασταμάτητα από τις αρχές της δεκαετίας. Οραματίστηκε την ταινία σαν μια ανεπανάληπτου μεγέθους παραγωγή με ένα πλούσιο καστ και ένα μπάτζετ που προοριζόταν να αγγίξει το αστρονομικό για την εποχή ποσό των τριών εκατομμυρίων δολαρίων. Οταν, όμως, μετά από ένα ατυχές ξεκίνημα (με τον Αντόνιο Τσέρβι στα ηνία και τον Ζαν Σορέλ στον ρόλο του Diabolik) το σχέδιο πέρασε στα χέρια του Μάριο Μπάβα, τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Ο ίδιος, συνηθισμένος να γυρίζει στις σκοτεινές ταινίες τρόμου του με την απόλυτη ελευθερία που του εξασφάλιζε το συνήθως μηδαμινό του μπάτζετ, είδε στο «Diabolik» μια πρόκληση που, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, σύντομα μεταμορφώθηκε σε εφιάλτη.

Βασιζόμενος όχι στο μπάτζετ αλλά στις εξαιρετικά εμπνευσμένες του ιδέες και στην πείρα του από τις φτηνές παραγωγές, ο Μπάβα κατόρθωσε να γυρίσει εν τέλει την ταινία χρησιμοποιώντας μόνο 400 χιλιάδες δολάρια από τα χρήματα του Ντε Λαουρέντις. Ο τελευταίος έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος όχι μόνο από τη σημαντική οικονομία, αλλά και από το αποτέλεσμα. Είχε άλλωστε κάθε λόγο να νιώθει ευτυχής με τη ματιά του Μπάβα, που ήταν απόλυτα συντονισμένη με τη λογική του κόμικ. Η εικαστική προσέγγιση του σκηνοθέτη προέκυπτε από το ενδιαφέρον του για τη γραφιστική, αλλά και την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική. Τα προσόντα του έδιναν στο τελικό αποτέλεσμα τον ρυθμό και το ύφος που έλειπε από άλλες ανάλογες ταινίες - όπως για παράδειγμα από την «Μπαρμπαρέλα», που γυρίστηκε την ίδια εποχή, επίσης με τα χρήματα του Ντε Λαουρέντις και με πολλούς κοινούς συντελεστές μπροστά και πίσω από την κάμερα. Σημαντικότερος όλων ο Τζον Φίλιπ Λο, ο άγγελος στην «Μπαρμπαρέλα», που εδώ φοράει την ολόσωμη φόρμα του Diabolik και δείχνει, πολύ απλά, γεννημένος για να υποδυθεί αυτό το ρόλο. Παίζοντας κυριολεκτικά με τα μάτια, σηκώνοντας το φρύδι με νόημα και όντας αεικίνητος και ηλεκτρισμένος, κάνει τον Diabolik του όχι μόνο πειστικό ως υπερκακοποιό, αλλά προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο σε έναν ρόλο που θα μπορούσε εύκολα να απομείνει... χάρτινος. Στο πλευρό του, η Αυστριακή καλλονή Μαρίζα Μελ αντικατέστησε κάτι παραπάνω από επάξια την αρχική επιλογή του Ντε Λαουρέντις, Κατρίν Ντενέβ, η οποία φοβήθηκε τις τολμηρές (για την εποχή) ερωτικές σκηνές, αλλά και επέδειξε μηδενική ερωτική χημεία με τον Λο στα screen tests.

Το Ποπ στο σινεμά
Από τη γαλλική πλευρά της παραγωγής, παρέμεινε εντούτοις ο Μισέλ Πικολί στον ρόλο του αστυνομικού επιθεωρητή Γκίνκο, ενώ ο Βρετανός κωμικός Τέρι Τόμας και ο Ιταλός Αντόλφο Τσέλι συμπληρώνουν τους βασικούς ρόλους του καστ. Πέρα από τους ηθοποιούς, όμως, το φιλμ δείχνει σήμερα σαν μια χρονοκάψουλα της ποπ κουλτούρας των 60s: αναδεικνύει τη στιλιστική παλέτα της εποχής μέσα από τη σκηνογραφία των Πιέρο Γκεράρντι και Φλάβιο Μονγκερίνι, τις ενδυματολογικές επιλογές του Γκεράρντι και της Λουτσιάνα Μαρινούτσι και την ταιριαστή μουσική επένδυση του Ενιο Μορικόνε. Σήμερα, αυτή του ακριβώς η ελαφρότητα, οι camp υπερβολές, το υποτυπώδες σενάριο και οι ανόητοι διάλογοι κάνουν το φιλμ να μοιάζει με μια χαριτωμένη παραξενιά από τα μακρινά πολύχρωμα sixties. Κι όμως, είναι ακριβώς αυτά τα ίδια στοιχεία που, ιδωμένα με λίγο διαφορετική ματιά, το καθιστούν τόσο γοητευτικό. Η αθωότητά του, η ευκολία με την οποία ηρωοποιεί έναν κακοποιό, η ελαφρότητα με την οποία αντιπαρέρχεται τη βαρύτητα της πραγματικότητας, κάνουν το «Danger: Diabolik» όχι μόνο ένα κλασικό δείγμα ενός εμπνευσμένου ποπ σινεμά, αλλά και μια από τις πιο απολαυστικές, αφράτες και νοσταλγικές κινηματογραφικές απολαύσεις που μας χάρισε η μεγάλη οθόνη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Paper Devil

Γεννημένος από τη φαντασία δυο Ιταλίδων αδελφών, της Αντζελα και της Λουτσιάνα Τζιουσάνι, ο Diabolik ξεκίνησε την χάρτινη καριέρα του το 1962. Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε στις 19 Απριλίου, συστήνοντας στο κοινό των fumetti έναν ήρωα που, αν και κακοποιός, έδειχνε να υπακούει σε έναν ξεκάθαρο κανόνα ηθικής. Ικανότατος διαρρήκτης και άριστος στις μεταμφιέσεις, ο Diabolik έδειχνε εξαιρετική περιφρόνηση στις αρχές. Γελοιοποιούσε μια αστυνομία που δεν δίσταζε να συνεργαστεί με κακοποιούς προκειμένου να πετύχει τον στόχο της και τιμωρούσε ένα κράτος το οποίο εξαπατούσε ή ταλαιπωρούσε συστηματικά τους πολίτες του. Σύντροφός του στην εντυπωσιακή πορεία του στην παρανομία η γοητευτική Εύα Καντ, η γυναίκα της ζωής του. Σε μια τυπική έκφραση της γυναικείας ευαισθησίας των δημιουργών του, ο Diabolik όχι μόνο την αγαπά αλλά και την τιμά με μια αξιοθαύμαστη μονογαμική συμπεριφορά. Η επιτυχία του κόμικ υπήρξε από την αρχή εξαιρετική, και οι περιπέτειες του ντυμένου με ολόσωμη φόρμα ήρωά του δεν έπαψαν ποτέ να είναι ανθρώπινες ακόμη κι αν συχνά έμοιαζαν υπερβολικές: Αντίθετα με άλλους χάρτινους ήρωες, χώρια από την εξυπνάδα, το ταλέντο στις ληστείες και το σατανικό του γέλιο, ο Diabolik δεν διαθέτει καμιά απολύτως υπεράνθρωπη δύναμη. Εκτός ίσως από την ικανότητά του να μην πεθαίνει ποτέ. Ακόμη και σήμερα, βλέπετε, 45 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, το κόμικ εξακολουθεί να... κλέβει αναγνώστες από άλλους πολύ πιο φρέσκους ήρωες στα ιταλικά περίπτερα. Οι ιστορίες του, σχεδόν μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του 80, γράφονταν αποκλειστικά από τις δημιουργούς του με βασικό σκιτσογράφο τον Σέρτζιο Ζαμπινόνι. Σήμερα η πλειοψηφία τους γράφεται από την Πατρίτσια Μαρτινέλι.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ