Φτηνές και εύκολες λύσεις σε δύσκολα κινηματογραφικά προβλήματα. Αυτό είναι το μεγάλο προτέρημα των νέων Δανών σκηνοθετών που, μετά το «Δόγμα 95», καταφέρνουν να κάνουν εξαιρετικές ταινίες με ελάχιστα υλικά. Το μανιφέστο του Τρίερ μπορεί τελικά να ήταν ένα αδιέξοδο πυροτέχνημα, έπεισε όμως μια ολόκληρη γενιά σκηνοθετών να τολμήσουν το πολύπλοκο με αφετηρία την απλότητα.
Η «Σαπουνόπερα» είναι μια τέτοια καλή ταινία, κατασκευασμένη με τα ελάχιστα δυνατά υλικά: Δυο χώροι, δυο βασικοί χαρακτήρες και δύο συμπληρωματικοί, μια απλή ιδέα, ένα καλογραμμένο σενάριο, εύστοχοι διάλογοι, έξυπνη και καθόλου εφετζίδικη σκηνοθεσία, ιδέες που έρχονται αβίαστα. Η Σαρλότε είναι μια απλή γυναίκα. Διαθέτει ένα ινστιτούτο αισθητικής, έχει μόλις αποφασίσει να μείνει μόνη στο δικό της σπίτι, έχει αφήσει τον άνδρα της κι αρκείται στο, χωρίς δεσμεύσεις, σεξ με άνδρες άγνωστους που βαριέται και να τους μιλήσει. Η Βερόνικα μένει στο από κάτω διαμέρισμα, είναι ντροπαλή και έχει κατάθλιψη, δεν είναι όμως καν γυναίκα. Περνάει τις μέρες της περιμένοντας την έγκριση για αλλαγή φύλου και παρακολουθεί με προσήλωση μια αμερικανική σαπουνόπερα. Μοναδικός της επισκέπτης, η μητέρα της. Ερχεται τρομοκρατημένη απ’ τον άνδρα της, ο οποίος αρνείται πεισματικά κάθε επαφή με τον... γιο του.
Δεν υπάρχει τίποτα υπερβολικό και τίποτα περιττό σ΄ αυτή την ταινία. Μέσα σε δυο απλούς εσωτερικούς χώρους, οι χαρακτήρες ζουν ένα παράξενο δράμα χτισμένο πάνω στη δομή μιας σαπουνόπερας, όπως αυτή που βλέπει κάθε απόγευμα η Βερόνικα: μετά από κάθε ενότητα ακολουθεί περίληψη με επιτηδευμένα δραματικό σπικάζ, ενώ το μόνο εξωτερικό πλάνο είναι αυτό της πολυκατοικίας που ενώνει τα επεισόδια. Κι όσο η ιστορία ξεδιπλώνεται σα σαπουνόπερα, τόσο οι χαρακτήρες γίνονται πιο σύνθετοι. Αφήνουν τη πρόσκαιρη ελαφράδα του τηλεοπτικού μοντέλου και μπαίνουν στα βαθιά μιας ιδιότυπης δραματικότητας- που κι αυτή ωστόσο αποδραματοποιείται με ένα λυτρωτικό χιούμορ. Τότε, το παιχνίδι των αμφίδρομων μιμήσεων ζωής και τέχνης (ή τηλεοπτικής υποκουλτούρας, εν προκειμένω) αποκτά την πληρότητα ενός σαρκαστικού κοινωνικού σχολίου. Τότε οι υπαινικτικές ιδέες γίνονται καθαρή κινηματογραφική πρακτική. Και τότε η μικρή αυτή ταινία κερδίζει το στοίχημα της απλότητας. Το πιο δύσκολο απ’ όλα.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ