Σαρκαστικός ήρωας μιας ολόκληρης γενιάς, αγαπημένος ηθοποιός των πιο ταλαντούχων ανεξάρτητων σκηνοθετών, σπουδαίος μοντέρνος κωμικός της Αμερικής, αμετανόητος εργένης της νέας ταινίας του Τζάρμους. Υπάρχει καμιά αντίρρηση μέχρι εδώ; Ωραία. Συνεχίζουμε...
Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα
Για όσους από εμάς ανέκαθεν πιστεύαμε ότι ο Μπιλ Μάρεϊ αποτελεί έναν από τους καλύτερους κωμικούς που μας σύστησε ποτέ το σινεμά (και ξέρω ότι είμαστε αρκετοί), το γεγονός ότι απολαμβάνει τέτοια καθολική αναγνώριση πλέον δεν προκαλεί την παραμικρή έκπληξη. Θα μπορούσε απλούστατα να είχε συμβεί νωρίτερα. Θα μας είχε απαλλάξει από την υποχρέωση να υποστηρίζουμε το ταλέντο του σε τόσους δύσπιστους εκεί έξω. Θα μας είχε γλιτώσει από το να βλέπουμε ξανά και ξανά τα Μεζεδάκια ή το Caddyshack την περίοδο που περιμέναμε να φτάσουν καθυστερημένα στην ελληνική τηλεόραση οι εμφανίσεις του στο «Saturday Night Live».
Ο Μάρεϊ στην πραγματικότητα δεν χρειάστηκε ποτέ συστάσεις. Από πολύ νωρίς υπερέβη τα εύκολα γέλια για μια σειρά σύνθετων χαρακτήρων στους οποίους έβρισκε πάντα μέρος να χωρέσει το ιδιότυπο χιούμορ του. Η κωμωδία που εκπροσώπησε ήταν πάντα χαμηλόφωνη αλλά και φαρμακερή. Απέφευγε γκριμάτσες και εξωφρενικές μεταμφιέσεις για να πηγάσει από τις εκφράσεις του προσώπου και τη χροιά της φωνής ένα μειδίαμα στο μέρος των χειλιών, μια ειρωνεία στην εκφορά των λέξεων αλλά και μια καλά κρυμμένη μελαγχολία στο βλέμμα.
Η απόσταση που χρειάστηκε να διανύσει ο Μάρεϊ από την ασφυκτική ζωή της πολυμελούς του οικογένειας ως την κορυφή της κωμωδίας ήταν γεμάτη εμπόδια. Υπήρχαν περίοδοι όπου οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε αδικούσαν το ταλέντο του, κάθε σοβαρή ερμηνευτική προσπάθειά του έπεφτε στο κενό, η σταθερή αντιπάθειά του για τη δημοσιότητα τού γεννούσε κάποιους εχθρούς και η αυξανόμενη επαγγελματική απασχόλησή του με το γκολφ τον έκλεβε ολοένα και περισσότερο από τη μεγάλη οθόνη. Εκείνος φρόντιζε, εντούτοις, να ανταμείβει τακτικά τους οπαδούς του με μικρές και αξέχαστες εμφανίσεις σε ταινίες όπως το Wild Things, εκκεντρικούς δεύτερους ρόλους (θυμηθείτε τον γκέι συνεργάτη του Εντ Γουντ, το μοναχικό Χέρμαν Μπλουμ του Rushmore) και κλασικές πλέον στιγμές, όπως το αξεπέραστο προσωπικό ρεσιτάλ του στη Μέρα Της Μαρμότας.
Χωρίς ατζέντη, χωρίς υπεύθυνο Τύπου, χωρίς να καταφεύγει σε περιττές συνεντεύξεις ή δημόσιες εμφανίσεις και χωρίς να έχει εκθέσει ποτέ την προσωπική του ζωή, ο 58χρονος Μάρεϊ κατάφερε όχι μόνο να επιβιώσει και να καλυτερεύσει με το πέρασμα του χρόνου, αλλά και να δικαιωθεί για την επιλογή να αγνοήσει το σταριλίκι και τα πολλά χρήματα για μια καριέρα χτισμένη πάνω στους δικούς του αδιαπραγμάτευτους όρους. Την ώρα που συνάδελφοί του, όπως ο Στιβ Μάρτιν και ο Τσέβι Τσέις αναλώνονται στη μια μετριότητα μετά την άλλη, ο Μάρεϊ διανύει τη δεύτερη ερμηνευτική του νιότη, εισπράττοντας βραβεία, φλερτάροντας με τα Οσκαρ, κερδίζοντας κριτικούς, νέους θαυμαστές και την εκτίμηση μιας ολόκληρης στρατιάς σκηνοθετών, οι οποίοι γράφουν τις ταινίες τους έχοντας αυτόν στο μυαλό τους.
Είχα την χαρά να τον συναντήσω δύο φορές. Η πρώτη ήταν πριν δύο χρόνια στη Βενετία, όπου εισέπραττε μαζί με την σκηνοθέτιδα Σοφία Κόπολα τον ενθουσιώδη αντίκτυπο από την πρεμιέρα του Χαμένοι Στη Μετάφραση. Η δεύτερη, φέτος τον Μάιο στις Κάννες. Μια ζεστή, καλοκαιρινή μέρα μετά την θερμότατη υποδοχή του Τσακισμένα Λουλούδια, ο Μπιλ ξεκουράζεται στον κήπο ενός ξενοδοχείου, προσπαθώντας να πείσει τους δημοσιογράφους που τον έχουν περικυκλώσει να εγκαταλείψουν τα πάντα και να πάνε να ρίξουν καμιά βουτιά. Σαράντα λεπτά μαζί του με άφησαν μ ένα χαμόγελο στα χείλη. Οχι τόσο ευγνωμοσύνης για τις κινηματογραφικές στιγμές που μας έχει χαρίσει, ούτε νοσταλγίας για τα χρόνια που τον παρακολουθώ μανιωδώς, αλλά δικαίωσης, γιατί ο άνθρωπος είναι ακριβώς όπως τον είχα φανταστεί. Ενας θλιμμένος κλόουν με κυνικό περίβλημα και μια χρυσή καρδιά για περιεχόμενο.
Πολλοί άνθρωποι θεώρησαν το ΧΑΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ως την αφετηρία μιας καινούργιας φάσης για την καριέρα σας. Αισθανθήκατε το ίδιο;
Νομίζω ότι τους περισσότερους ανθρώπους πρέπει να τους αιφνιδίασε το γεγονός ότι με αυτή την ταινία δοκίμασα, σύμφωνα με την εκτίμησή τους, να κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτά στα οποία με είχαν συνηθίσει. Εγώ πάλι δεν αιφνιδιάστηκα τόσο, γιατί μια τέτοια μεταστροφή από το κωμικό στο πιο σοβαρό την είχα αποπειραθεί και παλιά. Απλώς, μάλλον κανείς δεν είχε τύχει να την προσέξει. Μιλώντας για την ταινία της Σοφία πρέπει, μολαταύτα, να πω ότι μου αρέσει πάρα πολύ, ίσως να είναι και η αγαπημένη μου, δεν ξεκίνησε ωστόσο κάποια καινούργια φάση για μένα. Ηταν, πιστεύω, λογική απόρροια της καριέρας μου ο δρόμος που ακολουθώ τώρα.
Ησασταν και στο παρελθόν τόσο τυχερός όσον αφορά τα σενάρια που σας τύχαιναν και τις προτάσεις που δεχόσασταν;
Κοιτάξτε. Στα νιάτα μου γύρισα ταινίες οι οποίες συνάντησαν μεγάλη επιτυχία και έφεραν πολλά λεφτά- ήταν το όνειρο κάθε ηθοποιού που ευελπιστεί να μείνει σε αυτό το χώρο για πολύ καιρό. Σ εμένα όμως δεν λειτουργούσε ακριβώς έτσι. Ζήλευα, πρέπει να σας πω, τους συναδέλφους μου που είχαν την πολυτέλεια να συνεργάζονται με σπουδαίους σκηνοθέτες και να γυρίζουν σημαντικές ταινίες με υπέροχα σενάρια. Θα ήταν πολύ ωραίο, σκεφτόμουν, να μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί και με μένα. Φαίνεται, όμως, τελικά ότι ήταν απαραίτητο να περιμένω κάμποσα χρόνια. Τώρα πια μπορώ και εγώ να κάνω το ίδιο. Ηταν ζήτημα timing. Δεν ξέρω αν απάντησα σε αυτό που θέλατε.
Απαντήσατε μια χαρά. Δεν ήταν μοναχά ζήτημα χρόνου, όμως...
Μέρος αυτής της ανόδου που φαίνεται πως έχει η καριέρα μου τελευταία οφείλεται μάλλον και στα σενάρια, που έχουν καλυτερέψει. Υπήρχε μια εποχή όπου έπαιρνα κάτι απίστευτα κακές δουλειές και προσπαθούσα να αυτοσχεδιάσω μόνος μου, για να κάνω όσο πιο διασκεδαστική μπορούσα μια σκηνή. Τα πιο πολλά σενάρια που λάμβανα τότε, μου ζητούσαν να κάνω το ίδιο ακριβώς πράγμα. Πόσες φορές μπορείς, εντούτοις, να παίξεις το ψάρι που τυχαίνει να βρεθεί έξω από τα νερά του; Γιατί αυτό άρεσε στους πιο πολλούς να με βλέπουν να υποδύομαι. Αν αποφάσιζα να παίξω με τους κανόνες του Χόλιγουντ κι έκανα ακριβώς ό,τι περίμενε από εμένα, θα έπρεπε να περνάω τον περισσότερο χρόνο μου φορώντας αστείες περούκες ή κάνοντας γελοίες γκριμάτσες. Δεν με ενδιαφέρει πλέον αυτό και δεν είμαι νεαρός πια για να το δοκιμάσω. Το έκανα, πέρασε. Δεν χάλασε κι ο κόσμος.
Σας εμπόδισαν ποτέ οι προσδοκίες του κόσμου στην προσπάθειά σας να δοκιμάσετε ερμηνευτικά κάτι διαφορετικό;
Μου πήρε χρόνο, αλλά κατάλαβα κάποια στιγμή ότι δεν μπορείς να πιέσεις τους ανθρώπους να σε δουν με διαφορετικό μάτι. Θέλουν πάντα να είσαι ο τύπος που θα τους κάνει να γελούν. Αποπειράθηκα κάποτε να προσπαθήσω κάτι πιο δραματικό με την Κόψη Του Ξυραφιού, την οποία θεωρώ μια καλή ταινία, και όλοι της επιτέθηκαν, όπως κάνουν σε κάθε ταινία στην οποία κωμικός ηθοποιός προσπαθεί να κάνει κάτι σοβαρό.
Σας αποκάρδιωσε η αρνητική υποδοχή που δέχτηκε;
Δεν είναι ότι αιφνιδιάστηκα, απλώς πίστεψα ότι οι κριτικοί θα έπρεπε να ήταν λίγο πιο ελαστικοί μαζί μου. Θα μπορούσαν να δουν με πιο συμπαθητικό μάτι την προσπάθειά μου, απλούστατα επειδή έμπαινα σ' έναν χώρο τον οποίο δεν είχα δοκιμάσει ποτέ. Νομίζω, όμως, πως πάντα θα υπάρχει αυτή η προκατάληψη για τους κωμικούς ηθοποιούς που επιχειρούν να κάνουν κάτι σοβαρότερο. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι κωμικοί δεν είναι πραγματικά ηθοποιοί. Μεγάλο λάθος. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και ταλέντο για να κάνει κανείς πετυχημένη κωμωδία.
Την ίδια προκατάληψη φαίνεται να μοιράζονται και τα Οσκαρ...
Αστειευόμασταν, θυμάμαι, παλιά με τους σκηνοθέτες και τους λέγαμε «δώσε μου μια ανίατη ασθένεια ή μια σωματική δυσλειτουργία και θα κερδίσω ένα Οσκαρ». Ολοι αυτοί οι ρόλοι είναι ασφαλώς άξιοι και σεβαστοί. Απλώς, δεν πιστεύω ότι είναι δύσκολο να τους υποδυθεί κανείς. Ούτε είναι δύσκολο να κάνεις το κοινό να νοιαστεί για σένα και να σε συμπαθήσει. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι που δίνουν τα βραβεία σε ρόλους αναπήρων και ασθενών το κάνουν, επειδή τους βοήθησαν να αισθανθούν κάτι. Είναι σαν να λένε «ς ευχαριστώ που μ έκανες να νιώσω κάτι. Ορίστε ένα βραβείο για τον κόπο σου».
Το γέλιο δεν έχει την ίδια συναισθηματική βαρύτητα με το κλάμα;
Αν ρωτήσετε εμένα, θα σας πω το αντίθετο. Υπάρχουν άνθρωποι που μου έχουν πει «ευχαριστώ» για όλες τις φορές που κατάφερα να τους κάνω να γελάσουν κι αυτό είναι για μένα η ιδανικότερη απάντηση. Εφτιαξε πρόσφατα μια λίστα το American Film Institute με τις εκατό καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, η οποία ήταν εντελώς αστεία. Ολα τα φιλμ που είχε διαλέξει να εκπροσωπήσουν την κωμωδία είχαν γυριστεί πενήντα χρόνια πριν. Ηταν ο Τσάπλιν και ο Μπάστερ Κίτον, ο Μπίλι Γουάιλντερ με το Μερικοί Το Προτιμούν Καυτό και τέλος. Λες και δεν γυρίστηκε καλή κωμωδία μετά το 50.
Εχετε παρ όλα αυτά δει κάποια κωμωδία που να σας άρεσε πραγματικά τα τελευταία χρόνια;
Επειδή ελάχιστες κωμωδίες με έχουν κάνει να γελάσω πρόσφατα, σκέφτομαι σύντομα να κάνω κι εγώ μια. Απλώς, επειδή μπορώ.
Τι είναι αυτό που εκτιμάτε εσείς ο ίδιος βλέποντας έναν κωμικό να παίζει;
Θέλω να με κάνει να αισθάνομαι άνετα. Να με πείσει ότι, για τις δύο ώρες που θα περάσω μαζί του, ξέρει ακριβώς τι κάνει και το κάνει καλά. Ούτε φτηνά κόλπα, ούτε ευκολίες, τίποτα. Να είναι επίσης ανεπιτήδευτος. Το χιούμορ πρέπει να πηγάζει αβίαστα από μέσα του.
Χαίρεστε που σχεδόν όλες οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστείτε πλέον απολαμβάνουν θερμότερη ανταπόκριση απ ό,τι παλιότερα;
Οταν έχεις διανύσει μια πολύχρονη καριέρα, όπως συμβαίνει με την δική μου περίπτωση, το λογικότερο είναι να είχες καλές όσο και κακές στιγμές. Ασχέτως, εάν κάποιες από τις ταινίες μου συνάντησαν απήχηση ή όχι, εγώ ξέρω καλά μέσα μου ότι στάθηκαν επιλογές μου, ήθελα να τις κάνω και νιώθω την ανάγκη να τις υποστηρίξω. Με ρωτούν καμιά φορά ποια είναι η αγαπημένη μου ταινία και τους στεναχωρώ με την απάντησή μου, γιατί δεν ξεχωρίζω κάποια συγκεκριμένη. Μου αρέσουν, ίσως, περισσότερο εκείνες στις οποίες πίστεψα πολύ, αλλά δεν γνώρισαν την παραμικρή επιτυχία.
Κάτι που ίσχυσε μάλλον στην περίπτωση των ΥΔΑΤΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ...
Οι Υδάτινες Ιστορίες ήταν πράγματι για μένα μια θαυμάσια ταινία, είδατε παρ όλα αυτά τι απέγινε. Η καριέρα της στα ταμεία ήταν θλιβερή. Ετσι συμβαίνει όμως, όταν η εταιρεία φουσκώνει από νωρίς τα μυαλά όλων, προετοιμάζοντάς τους να δουν ένα φιλμ που πίστευαν ότι θα διεκδικήσει τα Οσκαρ. Το κοινό ένιωσε κατά κάποιον τρόπο εξαπατημένο. Εστω και καθυστερημένα, πάντως, ελπίζω ο κόσμος να ανακαλύψει την ταινία.
Αντίθετα με τους περισσότερους συναδέλφους σας, έχετε μια τρομερή άνεση με την έννοια της διασημότητας, ίσως επειδή δεν μετρά για εσάς τόσο.
Είχα φίλους που έγιναν διάσημοι πριν από μένα και έμαθα, παρακολουθώντας τους, πώς να τη χειριστώ. Δεν ανήκω, πάντως, στους ανθρώπους που βρίσκουν θετικά πράγματα σε αυτήν. Είναι ένα ανεξέλεγκτο πράγμα και γνωρίζω πολλούς ταλαντούχους ανθρώπους οι οποίοι αφέθηκαν να καταστραφούν από αυτό.
Δεν δίνετε, επίσης, πολλές συνεντεύξεις. Γιατί;
Δεν έχω καμιά δημόσια εικόνα που να με ενδιαφέρει να συντηρήσω και καμιά προώθηση στον εαυτό μου που να θέλω να κάνω. Το να είσαι ηθοποιός και να μιλάς σε συνεντεύξεις για οτιδήποτε άλλο εκτός από τις ταινίες στις οποίες δουλεύεις είναι για μένα μια μορφή αυνανισμού. Δεν μου αρέσει καθόλου. Στην Αμερική σήμερα υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία περιοδικών και εκπομπών παθιασμένων με τη διασημότητα που ασχολούνται ακόμη και με το τι μαξιλαροθήκες χρησιμοποιούν κάποιοι ηθοποιοί στην κρεβατοκάμαρά τους. Αυτό το πράγμα ειλικρινά με τρελαίνει. Εχω πετύχει επώνυμο να βγαίνει σε εκπομπή και να μιλά για το γκαράζ του. Μα ποιος νοιάζεται αληθινά να το ακούσει αυτό;
Σας απασχόλησε ποτέ να επιδιώξετε την καριέρα ενός μεγάλου σταρ;
Υπήρξε κάποια στιγμή γύρω στα μέσα του 80 όπου σκέφτηκα σοβαρά το ενδεχόμενο. Το σκέφτηκα και αμέσως μετά το απέρριψα. Είπα να ζήσω απλά τη ζωή μου, να αφήσω τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους και να δω πού θα με οδηγήσουν. Αρχισα, λοιπόν, να επωμίζομαι ένα σωρό ρόλους οι οποίοι δεν μου απέφεραν παρά ελάχιστα χρήματα. Το έκανα, όμως, διότι με γέμιζαν εσωτερικά και μου έδιναν την ευκαιρία να δουλέψω με καλούς ανθρώπους. Αυτό μου αρέσει να κάνω. Δε μου αρέσει η ταμπέλα του φτασμένου και του διάσημου. Μου αρέσει να βλέπω το όνομά μου σε φιλμ όπως οι Υδάτινες Ιστορίες ή τα Τσακισμένα Λουλούδια. Με κάνει να πιστεύω πως τόσα χρόνια καριέρας με οδήγησαν τελικά κάπου. Κάπου καλά. ^
μπιλ και τζιμ
«Συνάντησα τον Τζάρμους πρώτη φορά, πριν καμιά δεκαριά χρόνια σ' ένα μπαρ όπου βρεθήκαμε με τον Στιβ Μπουσέμι, μετά από μια φρικτή ταινία τέχνης που είχαμε πάει να δούμε. Αρχίσαμε να μιλάμε με τον Τζιμ και πρέπει να μας πήρε γύρω στα τέσσερα ποτά μέχρι να καταλάβουμε τι ανοησία είδαμε. Από την κουβέντα μας κατάλαβα, ωστόσο, ότι σκέφτεται και μιλά για τις ταινίες με τον ίδιο τρόπο που το έκανα κι εγώ, κάτι που αυτομάτως με έκανε να τον συμπαθήσω. Στη μέχρι τώρα συνεργασία μας έχουμε διατηρήσει μια μυστήρια σχέση. Λόγω αυξημένων υποχρεώσεων, του ζήτησα, για παράδειγμα, να γυρίσουμε το σκετς του Καφές Και Τσιγάρα μέσα σε μια μέρα κι εκείνος δέχτηκε. Για τα Τσακισμένα Λουλούδια τον παρακάλεσα να μην κάνουμε γυρίσματα μακριά από το σπίτι μου. Είχα μόλις ξεμπερδέψει με την εξαντλητική εμπειρία των Υδάτινων Ιστοριών στην Ιταλία και ήθελα να αποφύγω για λίγο τα ταξίδια. Του είπα λοιπόν: «Μπορούμε να τοποθετήσουμε την ταινία κάπου σαν... εξήντα μίλια από την είσοδο του σπιτιού μου;» Μου είπε θα το σκεφτεί και το έκανε. Εκμηδένισε τις αποστάσεις κι εγώ μπορούσα να βρίσκομαι κάθε βράδυ σπίτι μου για δείπνο. Γι αυτό μου αρέσει τόσο πολύ ως σκηνοθέτης... (γέλια)
από το second city στο χόλιγουντ
Στις αρχές της δεκαετίας του 70, η κωμική κολεκτίβα του Second City, μία από τις καλύτερες ομάδες ερμηνευτικού αυτοσχεδιασμού στην Αμερική, υποδέχτηκε το Μπιλ Μάρεϊ σ' ένα γκρουπ το οποίο περιελάμβανε ηθοποιούς όπως τον Χάρολντ Ράμις, το Νταν Ακρόιντ και την Γκίλντα Ράντνερ. Την ίδια περίοδο ο Μάρεϊ συνεργάστηκε με τον μεγαλύτερο αδελφό του Μπράιαν και τον Τζον Μπελούσι στην ιδιαίτερα δημοφιλή ραδιοφωνική εκπομπή του χιουμοριστικού περιοδικού National Lampoon. Το 1976 προσελήφθη στο «Saturday Night Live», αντικαθιστώντας τον Τσέβι Τσέις, ο οποίος αποχώρησε από το θρυλικό τηλεοπτικό σόου για να ακολουθήσει κινηματογραφική καριέρα. Στην καλύτερη φάση της δημοφιλούς εκπομπής, κάθε Σάββατο βράδυ στις 11.30, ο Μάρεϊ άφηνε εποχή συστήνοντάς μας μια σειρά από οριακά αντιπαθείς τύπους, όπως τον κακόγουστο lounge τραγουδιστή Νικ ή τον σπασίκλα μαθητή Τοντ και μονοπωλώντας τις προτιμήσεις των πολυάριθμων θεατών. Με το τέλος των seventies άρχισε να δέχεται προτάσεις από τη μεγάλη οθόνη. Ο πρώτος του ρόλος σημειώθηκε το 1979 στα πολύ πετυχημένα Μεζεδάκια του Αϊβαν Ράιτμαν, τα οποία ξεκίνησαν γι αυτόν μια δεκαετία που θα συνεχιζόταν με τα εξίσου χρυσοφόρα Caddyshack και Δυο Τρελοί, Τρελοί Κομάντος, προτού εκτοξευτεί στα ύψη με τον θρίαμβο του Ghostbusters. Στο ενδιάμεσο, ο Μάρεϊ δοκίμασε κάτι ολότελα διαφορετικό, υποδυόμενος τον Χάντερ Σ. Τόμσον σε μια ημιαποτυχημένη κινηματογραφική απόδοση του Where The Buffalo Roam, χάρισε έναν εξαιρετικό δεύτερο ρόλο στην ΤΟύτσι, αλλά και δέχτηκε επικριτικά σχόλια για την δραματική στροφή που αποτόλμησε στην Κόψη Του Ξυραφιού, διασκευή μυθιστορήματος του Σόμερσετ Μομ. Τα υπόλοιπα είναι, όπως λένε, ιστορία...