Ο Ντιμόν είναι από τα αγαπημένα παιδιά του φεστιβάλ των Καννών (που ούτως ή άλλως ευνοεί συστηματικά την αρτιστίκ γαλλική παραγωγή), αλλά συγχρόνως κι από τα πιο αμφιλεγόμενα.
Ηδη από το 1999, όταν η δεύτερη ταινία του «L Ηumanite» έφυγε από το φεστιβάλ με τα βραβεία ερμηνειών και το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, οι απόψεις διίστανται - κι η νέα του ταινία «Φλάνδρα» αποκαλύπτει ξεκάθαρα το γιατί. Στα καθαρά, αλλά κλινικής ψυχρότητας πλάνα της, διαγράφεται η πορεία των απλών του ηρώων από την αθωότητα στην αγριότητα κι από εκεί πάλι πίσω, σε ό,τι μπορεί να έχει απομείνει από την πρώτη. Μέσα στους αργούς, προσχεδιασμένους ελιγμούς της ταινίας του Ντιμόν, περιμένουν πολλά σοκ και μια φιλοσοφικά οργανωμένη ματιά στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, κι ειδικά στη δική του πατρίδα, αλλά κι ένας ενοχλητικά αυτάρεσκος φορμαλισμός - το πλεονέκτημα και συγχρόνως το μειονέκτημα της διακριτικά φιλόδοξης ταινίας του, κι αυτό που τελικά θα εξορίσει από τη «Φλάνδρα» περισσότερους σινεφίλ από όσους θα μπορούσε ποτέ να θέλξει.
Τι μένει τελικά από τη «Φλάνδρα» μετά τη θέασή της; Μια απόμακρη εκτίμηση, ίσως, εξίσου ψυχρή με την ίδια. Μια σιγουριά για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει στο να κερδίσει ένα αξιόλογο αριθμητικά σινεφίλ κοινό έξω από τα γαλλικά εδάφη - αποτέλεσμα της ίδιας, αρχικής αμφιβολίας για το κατά πόσο κρατικοδίαιτοι κι ελάσσονες Γάλλοι auteur σαν τον μεσιέ Ντιμόν αφορούν οποιονδήποτε έξω από το παρισινό arthouse.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ