Δυο αδέλφια ξανασυναντιούνται για να αντιμετωπίσουν μια οικογενειακή τραγωδία.
Νυχτερινοί οι δρόμοι που επιλέγει ο Γραμματικός για να στεγάσει την υποβλητική αρσενική οδύσσεια της ταινίας του. Την ώρα που η πόλη κοιμάται, δυο ήρωες αγωνίζονται να μείνουν ξύπνιοι, προσμένοντας την ανακούφιση που υπόσχεται να τους φέρει το ξημέρωμα. Ο ιδρώτας στο μεταξύ κυλά, τα κορμιά ασθμαίνουν, οι κινήσεις είναι σπασμωδικές και απεγνωσμένες. Στο κλειστοφοβικό σκηνικό που υψώνει ο σκηνοθέτης γύρω τους, λεωφόροι, σπίτια και γειτονιές προσπαθούν να τους πνίξουν, να τους καταπιούν. Η διαδρομή τους είναι μια διαδρομή κόντρα στους δείχτες του ρολογιού, κόντρα στην ψυχοσωματική αντοχή τους, κόντρα στο δυσβάσταχτο ενοχικό φορτίο που τους βαραίνει. Και η βραδιά δεν λέει να τελειώσει...
Ξεδιπλώνοντας μεθοδικά τα σεναριακά χαρτιά του και κάνοντας εξαίρετη χρήση των αφηγηματικών ρυθμών του, ο σκηνοθέτης διηγείται δεξιοτεχνικά μια ιστορία που φέρει τα χαρακτηριστικά παραβολής. Ο μεγάλος αδελφός αποζητά να εξορκίσει μια αποτρόπαιη πράξη της οποίας υπήρξε αυτουργός. Ο μικρότερος αδελφός τον βοηθά να κουβαλήσει το βάρος της σε μια πορεία που θυμίζει προσωπικό Γολγοθά. Οι δυο άντρες ενώνονται και χωρίζονται, έλκονται και απωθούνται κινούμενοι επάνω στις μυστήριες τροχιές που δρομολογεί η μοίρα γι αυτούς. Η πορεία τους γίνεται συμβολική: από το απόλυτο σκοτάδι στο φως και από τη στεριά στη θάλασσα, η πολυπόθητη και για τους δυο κάθαρση θα επιτευχθεί μόνο αφού έχει οπωσδήποτε προηγηθεί η αυταπάρνηση, το μαρτύριο και η συγχώρεση. Οσο για τη λύτρωση, αυτή δεν είναι γραπτό να έρθει νωρίτερα από το πρώτο φως της καινούριας μέρας. Για να διώξει τη μεγάλη, σκοτεινή νύχτα της ψυχής που έχει προηγηθεί...
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ