Πρέπει να αναγνωρίσει κάποιος το αξιοθαύμαστο επίπεδο των μετα-Κολόμπους ταινιών της σειράς Χάρι Πότερ. Πολύ απλά, αυτό το franchise είναι καλύτερο από όσο χρειάζεται να είναι. Η αρχική σύλληψη πίσω από την κινηματογραφική του μεταφορά ήταν αρχικά τίποτα περισσότερα παρά μια οπτικοποίηση ενός υπερ-δημοφιλούς βιβλίου χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, αλλά ο Αλφόνσο Κουαρόν έστειλε τη σειρά σε διαφορετικό μονοπάτι. Ο "Αιχμάλωτος του Αζκαμπάν" παραμένει ο μοναδικός Χάρι Πότερ που στέκεται μόνος του και διαθέτει αληθινή αξία ως ταινία, αλλά τα μετέπειτα επεισόδια από τους Μάικ Νίκολς και Ντέιβιντ Γέιτς είχαν πάντα κάτι ενδιαφέρον να προσθέσουν, οπτικά ή θεματικά.
Διασκευάζοντας τον "Ημίαιμο Πρίγκηπα" (το προσωπικό μου αγαπημένο βιβλίο της σειράς), ο Βρετανός σκηνοθέτης που πήρε πλέον οριστικά τα ηνία της σειράς, δεν επιχειρεί καν να πλασάρει την ταινία ως κάτι περισσότερο από το 6ο σε 8 μέρη ενός έπους. Δεν χάνει πλέον χρόνο επανασυστήνοντας ιδέες και χαρακτήρες, και ορθώς πράττει. Σε αυτό το σημείο, όποιος ενδιαφέρεται για αυτό τον κόσμο θα γνωρίζει τα βασικά. Η αμεσότητα του Γέιτς αποδίδει αποτελέσματα από την πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας, που χωρίς να είναι κάποια τεράστια προσθήκη (δεν υπάρχει στο βιβλίο) κολλάει τον θεατή στο κάθισμά του άμεσα και χωρίς πολλά λόγια, παρά χρησιμοποιώντας μόνο ένα βλέμμα κι ένα άγγιγμα. Και μας επιστρέφει συναισθηματικά στον μουδιασμένο θρήνο που μας είχε αφήσει η προηγούμενη ταινία.
Η λογική όλης της ταινίας δεν απομακρύνεται από αυτή την πρώτης σκηνής. Ελαφρύ σε πλοκή αλλά πλούσιο σε ατμόσφαιρα, είναι μάλλον περιττό να πούμε οτι αυτό το επεισόδιο είναι το σκοτεινότερο ως τώρα. Όχι επειδή συμβαίνει κάτι συνταρακτικό κατά τη διάρκεια της ιστορίας (πλην της συγκλονιστικής κορύφωσης, προφανώς) αλλά επειδή το κλίμα είναι πνιγηρό, σκοτεινό, σχεδόν χωρίς ελπίδα. Αυτό που οφείλουμε να υπογραμμίσουμε είναι η αποστομωτικής ομορφιάς φωτογραφία του νέου συνεργάτη της σειράς, Μπρούνο Ντελμπονέλ ("Αμελί", "Across the Universe") ο οποίος μας οδηγεί σε ανεξερεύνητα οπτικά μονοπάτια, μουτζουρώνοντας το κάδρο του με πανέμορφο σκοτάδι.
Η βαριά ατμόσφαιρα και η θαρραλέα έλλειψη ουσιαστικής πλοκής αντισταθμίζεται από μικρά χιουμοριστικά συναισθηματικά επεισόδια που δίνουν μια μικρή έστω (όσο και απαραίτητη) αίσθηση ελαφρότητας, ο Τζιμ Μπρόουντμπεντ είναι χάρμα ως η νεότερη προσθήκη στη συλλογή της αγγλικής all-star θεατρικής ομάδας ηθοποιών της σειράς (εδώ υποδύεται τον καθηγητή που αντικαθιστά στον Σνέιπ στο μάθημα των φίλτρων, και ο οποίος κρύβει ένα ένοχο μυστικό), και η αίσθηση των σκηνών όπου ο Χάρι βουτά στις αναμνήσεις του Ντάμπλντορ για να μάθει σημαντικές πληροφορίες για το παρελθόν της νέμεσής του (ένας Βόλντεμορτ που εδώ εμφανίζεται μόνο σε μικρότερες ηλικίες) είναι εντυπωσιακή.
Στην πραγματικότητα τα μοναδικά ουσιαστικά παράπονα είναι τα ίδια που μεταφέρονται από ταινία σε ταινία. Το κυριότερο, η -αναπόφευκτη ως ένα βαθμό- απλούστευση όλων των χαρακτήρων πέραν της βασικής τριάδας ηρώων. (Η δύναμη αυτού του βιβλίου βρισκόταν στην πλούσια ανάπτυξη όχι μόνο του παρελθόντος του Βόλντεμορτ, αλλά και της απομυθοποίησης του πατέρα του Χάρι, σε μια πλοκή που -κακώς- απουσιάζει πλήρως από την ταινία.) Καθώς και η γενικότερη παρουσία της Έμμα Γουότσον, που εκτός από αδύναμη ηθοποιός συμβολίζει με το παρουσιαστικό της όλα όσα η Ερμιόνη ποτέ δεν έπρεπε να είναι.
Όμως αυτές είναι αδυναμίες που λίγο-πολύ έχουμε αποδεχτεί πια, και η νέα αυτή δουλειά του Γέιτς μπορεί άνετα να θεωρηθεί το καλύτερο κεφάλαιο της σειράς μετά από εκείνο του Κουαρόν.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ