Η έμφυτη καλοσύνη του Λεωνίδα και η πίστη του στους ανθρώπους τον κάνουν μάλλον ακατάλληλο για αυτή τη δουλειά παρά τη φιλοδοξία του να μετατεθεί σε ένα πιο συναρπαστικό πόστο στην Αθήνα.
Η Αγγελική πάλι, κουρασμένη από τις πόζες των πρωινάδικων, σκέφτεται σοβαρά να αποσυρθεί δίπλα στους συγχωριανούς της. Οσο διάφανοι είναι οι χαρακτήρες των δύο ηρώων, άλλο τόσο ευδιάκριτες είναι οι αρετές του «Μικρού Εγκλήματος».
Χωρίς άγχος να αποσπάσει το γέλιο από τα χείλη του θεατή ή να μετατρέψει σε βαρύγδουπο δράμα το οικογενειακό μυστικό που κινεί τα νήματα της ιστορίας, ο Γεωργίου αρκείται στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που παραπέμπει στη ραθυμία και τη νωχελικότητα της ζωής στα ελληνικά νησιά. Σύντομα όμως τα προτερήματά γίνονται μπούμερανγκ.
Το γέλιο παραμένει πάντα ελαφρό μειδίαμα και η συγκίνηση ατροφική καθώς η επιδερμική σκιαγράφηση των χαρακτήρων δεν επιτρέπει καμία ταύτιση ή ουσιαστική δραματουργική εξέλιξη. Ο,τι απομένει είναι μια ανάλαφρη ηθογραφία της ελληνικής επαρχίας: άλλοτε ενοχλητικής και αδιάκριτης και άλλοτε τρυφερής και αυθόρμητης.
Διόλου τυχαία το νησί (η Θηρασιά, αν και δεν κατονομάζεται) παραμένει ο πιο επαρκώς ανεπτυγμένος χαρακτήρας, καθώς προβάλλει ειδυλλιακό αλλά ποτέ καρτποσταλικό, με τις κακές του συνήθειες (τις κακότεχνες ταμπέλες και τους ντελάληδες των rooms to let) πλάι στις σμαραγδένιες παραλίες.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ