Η «Στέλλα» ανήκει στην κατηγορία των ταινιών που δεν «περιγράφονται με 25 λέξεις». Ετσι η παραπάνω σύνοψη δεν αποκαλύπτει παρά την επιφάνειά της. Τα υπόλοιπα, και πλέον σημαντικά, θα αποκαλυφθούν μόνο σε όσους αφεθούν στις λεπτομέρειες των υποδειγματικών ερμηνειών, στην οξυδέρκεια του συγκινητικού σεναρίου, στην ακρίβεια και την απλότητα της σκηνοθεσίας.
Για να πάει από το εργατικό 13ο διαμέρισμα του Παρισιού όπου είναι το σπίτι της, μέχρι το αριστοκρατικό 16ο του σχολείου, η Στέλλα θα διασχίσει τα σύνορα ενός άλλου κόσμου. Επιστρέφοντας θα φέρει μια φίλη, την Γκλαντίς, κόρη Εβραίων μεταναστών από την Αργεντινή. Η αντίθεση των δυο διαφορετικών κόσμων -θέμα που έχει απασχολήσει τη Βερέντ και στις προηγούμενες τέσσερις ταινίες της- είναι έντονη. Η Στέλλα θα ανακαλύψει τον κόσμο της προοδευτικής διανόησης και θα αρχίσει να διαβάζει βιβλία της Μαργκερίτ Ντιράς ενώ η Γκλαντίς θα αρχίσει να βλέπει τηλεόραση- συσκευή απαγορευμένη στο σπίτι της.
Υπό τους ήχους γνωστών τραγουδιών των 70s, τα δυο κορίτσια μπαίνουν το ένα στον κόσμο του άλλου. Η Στέλλα, όμως, συνεχίζει ν αντιμετωπίζει μόνη τον δικό της κόσμο που κι από αυτόν τη χωρίζει μια άβυσσος. Ακούει τους ήχους του καφέ που δεν την αφήνουν να κοιμηθεί, αντιλαμβάνεται ότι κάποιος θαμώνας επιχειρεί να τη βιάσει, βλέπει τη μητέρα της να φιλιέται με τον εραστή της κι, εν τέλει, αρχίζει να δραπετεύει ολοένα και πιο βαθιά μέσα στον εαυτό της.
Διατηρώντας αυτούσιο τον ρεαλισμό μιας ποιητικής σκληρότητας, η «Στέλλα» συνδυάζει τη νοσταλγία της παιδικής ματιάς με τη σπαρακτική δύναμη της βίαιης ενηλικίωσης. Η μικρή Λεορά Μπαρμπαρά ακινητοποιεί τον φακό με το αφοπλιστικό της βλέμμα, ενώ τον ρόλο του πατέρα της ερμηνεύει ο Μπεζαμάν Μπιολέ, ένα από τα πιο «κακά παιδιά» της νέας γενιάς του γαλλικού τραγουδιού. Εξαιρετικός είναι και ο Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ, σ' έναν από τους τελευταίους ρόλους της ζωής του.
Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΣΕ ΜΙΑ 70s ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΗ ΚΑΙ ΣΚΛΗΡΗ ΕΚΔΟΧΗ. ΕΝΑ ΤΡΥΦΕΡΟ ΚΑΙ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΦΙΛΜ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΜΙΑΣ ΥΠΕΡΟΧΗΣ 12ΧΡΟΝΗΣ.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ