Τραβώντας παράλληλους με το τραγικωμικό σύμπαν ενός «Αmerican Βeauty», η κινηματογραφική μεταφορά της θεατρικής επιτυχίας «Μαμά Μην Τρέχεις» της Ελένης Ράντου ξεκινά κι αυτή με μια μετά θάνατον αφήγηση, στοχεύοντας στην πικρή σάτιρα οικογενειακών ηθών. Δεν τα καταφέρνει πάντα, καθώς δεν είναι σίγουρη πώς να προσεγγίσει τους περιφερειακούς χαρακτήρες, ιδίως τον λαϊκών ευαισθησιών σύζυγο ο οποίος δεν διαθέτει κανένα λυτρωτικό στοιχείο.
Η ταινία γενικώς μοιάζει να μην εμπιστεύεται το κοινό, ξεπέφτοντας συχνά στη λύση του εύκολου αστείου, ενώ ακολουθώντας μια προβλέψιμη σκηνή (άνευρα χορογραφημένης) κορύφωσης, το δράμα έρχεται σε λύση με όλους τους χαρακτήρες να περιμένουν τη σειρά τους για να εξηγήσουν ο ένας στον άλλον τις συναισθηματικές τους διαδρομές. Ταυτόχρονα, η δράση καταλήγει να επικεντρώνεται γύρω από το πρόσωπο του καθηγητάκου, ο οποίος δεν αποτελεί ούτε καν υποψία ολοκληρωμένου χαρακτήρα. Σε αυτόν βλέπουμε μόνο όσες ανάγκες τους προβάλλουν πάνω του τα μέλη της οικογένειας (η παγιδευμένη σύζυγος μια απόδραση, ο σεξουαλικά αβέβαιος γιος μια απάντηση)-πράγμα όχι απαραιτήτως κακό αν η ταινία δεν ανήγαγε τον συγκεκριμένο ήρωα σε κέντρο της, ως αφηγητή και σημείο εισαγωγής (άρα και ταύτισης) του θεατή στο σύμπαν του φιλμ.
Το εγχείρημα διαθέτει καρδιά και αποτελεί άκρως ειλικρινές προσωπικό σχέδιο μιας παθιασμένης Ράντου. Δυστυχώς, όμως, σκοντάφτει στην άτσαλη σκηνοθεσία και την αναποφασιστικότητα του ίδιου της του σεναρίου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ