Ενα Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι

13.01.2009
Η καινούργια ταινία του Αρνό Ντεπλεσάν αφηγείται με αφοπλιστική ειλικρίνεια όσα μπορούν να συμβούν μια «Νύχτα Χριστουγέννων». Λίγο πριν ξημερώσει και τα παραμύθια δώσουν τη θέση τους στην αληθινή ζωή.

Από τον Μανώλη Κρανάκη

Η καινούργια ταινία του Αρνό Ντεπλεσάν αφηγείται με αφοπλιστική ειλικρίνεια όσα μπορούν να συμβούν μια «Νύχτα Χριστουγέννων». Λίγο πριν ξημερώσει και τα παραμύθια δώσουν τη θέση τους στην αληθινή ζωή.

Οι ταινίες που εκτυλίσσονται Χριστούγεννα διατηρούν -σαν από μια άτυπη παράδοση- αυτή την γλυκόπικρη αίσθηση του overdose ζάχαρης και καλοσύνης. Είναι φτιαγμένες με έναν τρόπο που καταλήγει να μοιάζει με δοκιμασμένη συνταγή. Γύρω από ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο, την ώρα που έξω από το παράθυρο πέφτει το χιόνι, ό,τι διαδραματίζεται μέσα στα υπερθερμασμένα σπίτια διαθέτει ακλόνητο άλλοθι για να παρεκτραπεί χωρίς ενοχές σε μια παραμυθένια εκδοχή της πραγματικής ζωής. Και να ανακυκλωθεί με τη σειρά του μέσα σε έναν αέναο κύκλο ηθελημένης «χολιγουντιανής» ευδαιμονίας.

Δεν έχει σημασία αν το σπίτι βρίσκεται, αντί για τη Νέα Υόρκη ή μια επαρχιακή πόλη της Αμερικής, στο Ρουμπέ της Νότιας Γαλλίας. Εκεί όπου βρίσκεται το πατρικό της οικογένειας των Βουιγιάρντ, έτοιμο να υποδεχτεί για τις μέρες των Χριστουγέννων όλα τα μέλη της, ακόμη και αυτά που έχουν κριθεί προ πολλού ανεπιθύμητα. Στην κέντρο του «παραμυθιού» βρίσκεται η Ζινιό (Κατρίν Ντενέβ) λίγο πριν ανακοινώσει στον σύζυγό της (Ζαν Πολ Ρουσιγιόν) και τα τρία της παιδιά (Ματιέ Αμαλρίκ, Αν Κοσινί, Μελβίλ Πουπό) ότι πάσχει από λευχαιμία και πως ο μόνο συμβατός δότης είναι ο μεσαίος γιος της (Αμαλρίκ), το επονομαζόμενο και ως μαύρο πρόβατο της οικογένειας.

Δεν έχει σημασία αν ο σκηνοθέτης δεν είναι Αμερικανός, αλλά ο Αρνό Ντεπλεσάν, κριτικός της δεύτερης γενιάς των Cahiers Du Cinema και «τρομερό παιδί» του γαλλικού κινηματογράφου. Η καινούργια του ταινία («Un Conte De Νoel» μεταφρασμένη στα ελληνικά ως «Μια Νύχτα Χριστουγέννων») είναι ακριβώς αυτό που θα μπορούσε να περιγράψει κανείς ως «αλάνθαστη» χολιγουντιανή ταινία Χριστουγέννων. Με την καλή έννοια.

Αυτή που θα επιτρέψει σε μια τραγική αφορμή να ανοίξει τον κύκλο των εξομολογήσεων, των αποκαλύψεων και των ενοχών φέρνοντας γονείς, παιδιά και εραστές αντιμέτωπους με το δικό τους «παραμύθι». Και αυτή που θα επιτρέψει στον Ντεπλεσάν να απλώσει μέσα σε 150 λεπτά κινηματογραφικού χρόνου εκτός από μία ολόκληρη ζωή και ολόκληρο το σινεμά. Κινηματογραφώντας στην πραγματικότητα ένα μιούζικαλ χωρίς τραγούδια, η ταινία του διαπερνά κάθε γνωστό και άγνωστο κινηματογραφικό είδος, γίνεται δράμα την ίδια στιγμή που γελάς, κωμωδία την ίδια στιγμή που κλαις. Σαν μελόδραμα που μοιάζει να γεννήθηκε τη δεκαετία του 50, αποτίει φόρο τιμής στον «Δεσμώτη Του Ιλίγγου» του Χίτσκοκ, στο Χόλιγουντ που οι Γάλλοι αγάπησαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο (με σημαινόμενο μια τηλεόραση που μένει συνεχώς ανοιχτή παίζοντας από το «Ενα Αστείο Κορίτσι» μέχρι τις «Δέκα Εντολές») και σε όσα αφελή «επιτρέπει» η συνταγή της χριστουγεννιάτικης ταινίας.

Μακριά από τις διανοουμενίστικες απόπειρες του παρελθόντος («Ρηγάδες Για Μια Ντάμα», «Εστερ Καν») ο Ντεπλεσάν παραδίδεται άνευ όρων στη «βασιλική» γενναιοδωρία της Κατρίν Ντενέβ, στη συγκλονιστική ερμηνεία του Ματιέ Αμαλρίκ, στα υγρά μάτια της Κιάρα Μαστρογιάννι, την παιδική αμηχανία του Μελβίλ Πουπό. Και δεν φοβάται να κινηματογραφήσει ανθρώπους που ομολογούν πως δεν αγαπιούνται, ανθρώπους που προτιμούν να πληγώσουν για να μην πληγωθούν, ανθρώπους που όμως γνωρίζουν πως, όταν τελειώσει αυτό το βράδυ, το «παραμύθι» μπορεί να συνεχιστεί. Ολοκληρώνοντας έτσι μια ταινία που θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να μείνει κλασική. Και να παίζεται χρόνια μετά στην τηλεόραση γύρω από την οποία, κάθε «νύχτα Χριστουγέννων», ίσως να εκτυλίσσεται με μαθηματική ακρίβεια μια οικογενειακή τραγωδία.