Το σινεμά των αδελφών Νταρντέν υπήρξε ήδη από την εμφάνιση του επιτακτικό, απαραίτητο, αναγκαίο. Ενα σινεμά που δικαιωματικά μπορεί να συγκριθεί με αυτό του Ρομπέρ Μπρεσόν, την ίδια στιγμή που απλώνεται ταινία με την ταινία στον κινηματογραφικό χάρτη μιας Ευρώπης που φλέγεται μέσα στις πληθυσμιακές, ταξικές και βαθιά κοινωνικές της ανισότητες. Το σινεμά τους, όμως, περισσότερο από πολιτικό υπήρξε πάντοτε και σε πείσμα των καιρών εμμονοληπτικά ανθρωποκεντρικό.
Οι ήρωες τους, θύματα και θύτες της ίδιας της μοίρας που τους πέταξε σε έναν άδικο κόσμο για να τους χρίσει «ήρωες της καθημερινότητας», αγωνίζονται για έννοιες όπως αυτές της δικαιοσύνης, της ισότητας, της αλληλεγγύης αναγκασμένοι όμως να τραυματίζονται και να φλερτάρουν μέχρι και με το κακό προκειμένου να αρθρώσουν λόγο, να επιβάλουν την παρουσία τους, να επιβιώσουν.
Η Λόρνα, συγκλονιστική πρωταγωνίστρια της τελευταίας τους ταινίας, δεν διαφέρει από τον Ιγκόρ της «Υπόσχεσης», τη «Ροζέτα» ή τον Μπρούνο και τη Σόνια του «Παιδιού».
Αλβανή μετανάστρια στο Βέλγιο, άρα εξ ορισμού απόκληρη, θα δεχτεί από ανάγκη την πρόταση ενός μαφιόζου να παντρευτεί έναν ναρκομανή με σκοπό να κερδίσει την πολυπόθητη υπηκοότητα και αυτό θα είναι αρκετό για να τη θέσει σε μια τροχιά επιλογών που δυστυχώς για την ίδια δεν εξαντλούνται ανάμεσα στην καθοριστική επιλογή τής προσωπικής ευτυχίας κόντρα στον απόλυτο εξευτελισμό.
Η ιστορία της είναι η σιωπή της. Η επιλογή της να υπομείνει σχεδόν ασκητικά όσα θα αυξήσουν τις πιθανότητες της να ζήσει κάποια στιγμή σαν ίση προς ίσους, ακόμη και αν η διαδρομή που πρέπει να διανύσει είναι στρωμένη με ό,τι πιο απάνθρωπο έτυχε ποτέ σε ένα ανθρώπινο ον που πληρώνει ακριβά το γεγονός ότι χωρίς προσωπική ευθύνη βρέθηκε κάποτε χωρίς πατρίδα, ελπίδα, δικαιώματα. Αν μιλήσει, θα γίνει ηρωίδα. Για ποιον, όμως, και για ποιο κόστος, είναι κάτι που κανείς ποτέ δεν θα μπορέσει να της απαντήσει.
Στην ίσως πιο συμβατική -για τα μέτρα τους- στιγμή τους, οι Νταρντέν υποκύπτουν για πρώτη φορά σε μια αγωνιώδη αφήγηση που βρίθει από ανατροπές, προσπαθώντας να κάνουν τον κινηματογραφικό χρόνο να ευθυγραμμιστεί με την ταχύτητα που η ηρωίδα τους διασχίζει την απόσταση ανάμεσα στην αθωότητα και τη διαφθορά. Και ποτίζοντας για πρώτη φορά το σινεμά τους με έναν λανθάνοντα μελοδραματισμό παραδίδουν ένα από τα πιο λυτρωτικά φινάλε της χρονιάς. Αν για οποιονδήποτε αυτό μοιάζει με συμβιβασμό προς τέρψιν του θεατή, για τους ίδιους παραμένει -σε έναν κόσμο που έχει χάσει προ πολλού το κέντρο του- μια περισσότερο από ποτέ επιτακτική ανάγκη.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ