Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο που ο Μόρτον Ρου κυκλοφόρησε το1988, το οποίο με τη σειρά του βασίστηκε σε ένα πραγματικό σχολικό πείραμα που συνέβη στο Πάλο Αλτο της Καλιφόρνια στα 1967, το «Κύμα» μοιάζει περισσότερο με κινηματογραφικό μανιφέστο παρά με ταινία. Προσπαθώντας να ανατρέψει την πεποίθηση των μαθητών (και κατ επέκταση των θεατών) ότι ένα καθεστώς αντίστοιχο του Τρίτου Ράιχ δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει στη σημερινή Γερμανία, ο Γκάνσελ χρησιμοποιεί τους ηθοποιούς του σαν άβουλα πιόνια. Οπως δηλαδή θα έκανε και ένας δικτάτορας: Εδραιώνοντας την εξουσία ενός εμπνευσμένου ηγέτη στο πρόσωπο του χαμελαιοντικού Γιούργκεν Βόγκελ (ο οποίος παραδίδει μετά την «Ελεύθερη Βούληση» μια ακόμα πειστικότατη ερμηνεία), αξιοποιεί τους μαθητές στο βαθμό που του είναι απαραίτητοι, χωρίς να προσφέρει περαιτέρω πληροφορίες που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη σύνθεση πολυδιάστατων χαρακτήρων. Το έμψυχο υλικό ταξινομείται με βάση απλοϊκό χρωματικό κώδικα για μεγαλύτερη ευκολία και ελάχιστα περιθώρια ταύτισης με κάποιο συγκεκριμένο χαρακτήρα: όσοι φορούν λευκά πουκάμισα ανήκουν στο «Κύμα» και τους υποστηρικτές του και όσοι φορούν ό,τι άλλο θέλουν είναι ξεκάθαρα αντιφρονούντες.
Ποντάροντας ξεδιάντροπα στο ένστικτο της μάζας, ο Γκάνσελ παραγεμίζει το σενάριο με ομαδικό φανατισμό, rock n roll βανδαλισμό, αυθόρμητη αλληλεγγύη κι έναν κοινό σκοπό, και το στέλνει να σκάσει με το κεφάλι στον τοίχο υπό τους ήχους ενός σπινταρισμένου σάουντρακ. Μπορεί σε σινεφίλ όρους η υπερβολικά «γυαλιστερή» σκηνοθεσία, το κοφτό μοντάζ και οι διόλου ευφάνταστοι διάλογοι να μην αναγάγουν ποτέ το «Κύμα» σε προϊόν υψηλής αισθητικής, αλλά πετυχαίνει αδιαμφισβήτητα τον στόχο του: δηλαδή να αποδείξει ότι η ανθρώπινη παραπλάνηση είναι υπεράνω εποχής και κοινωνικών συνθηκών. Και ότι όταν τελειώσουν όλα, ο καθένας είναι υποχρεωμένος να μαζέψει μόνος του τα κομμάτια του.
Δέσποινα Παυλάκη