Στην εποχή του, το φιλμ θεωρήθηκε εξαιρετικά τολμηρό, σε σημείο τού να προβληθεί για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες εν έτει 1974.
Είχε κυκλοφορήσει και γίνει επιτυχία, εν τω μεταξύ, το «Scarlet Street» (1945) του Φριτς Λανγκ, μια άξια κινηματογραφική παραλλαγή στην ίδια ιστορία που ενέπνευσε την ταινία του Ζαν Ρενουάρ.
Με τη «Σκύλα», παρ' όλα αυτά, ο μέγιστος Γάλλος σκηνοθέτης διασκεύαζε ένα pulp μυθιστόρημα του Ζορζ Ντε Λα Φουσαρντιέρ, χρησιμοποιώντας τις φυσικές τοποθεσίες της Μονμάρτρης και μια χούφτα ικανών ερμηνευτών προκειμένου να διηγηθεί τον τρόπο με τον οποίο ένας μεσήλικας και παντρεμένος υπάλληλος τραπέζης αφήνεται να παρασυρθεί στην καταστροφή και στην εξαθλίωση εξαιτίας του έρωτά του για μια πόρνη, οι προθέσεις της οποίας είναι να τον χαλιναγωγήσει και να τον εκμεταλλευτεί.
Το υλικό στο οποίο βασίζεται η ταινία μοιάζει πλησιέστερο σε νοοτροπία με το απλοϊκό περιεχόμενο μιας ηθικής παραβολής ή ενός φθηνού μελοδράματος, από εκείνα που άλλοτε μεσουρανούσαν ως λαϊκή και λίαν ευπώλητη λογοτεχνία.
Ο Ρενουάρ αντικρίζει την ιστορία του, ωστόσο, με έναν αβίαστο ρεαλισμό, σαν να επρόκειτο για λογική προέκταση της ίδιας της ζωής, και της προσδίδει βάρος και υπόσταση.
Με την αυτοπεποίθηση ενός φτασμένου σκηνοθέτη, παρ' όλο που βρισκόταν μόλις στο ξεκίνημα της καριέρας του, στήνει διακριτικά την κάμερα απέναντι στα όσα διηγείται και παραμένει καθ' όλο το ξεδίπλωμα της πλοκής του ένας προσεκτικός παρατηρητής της ανθρώπινης κατάστασης, της δυνατότητας καθενός μας για ανείπωτη σκληρότητα, του απρόβλεπτου παράγοντα που είναι ο πόθος.
Και προτού οδηγηθεί στο έξοχο φινάλε της, η ταινία του έχει προλάβει ήδη να τον εγκαθιδρύσει στον κινηματογραφικό χάρτη ως έναν καλλιτέχνη, ο οποίος ξεκινούσε από εδώ να γίνει αρχιτέκτονας ενός συμπαγούς και θαυμαστού φιλμικού έργου.