Η Μοναχική Σύζυγος

01.07.2014
Λιγότερο γνωστή από άλλες και περισσότερο καταξιωμένες ταινίες του Ρέι, όμως εξίσου σημαντική, η «Μοναχική Σύζυγος» συνοψίζει ιδανικά αρκετές από τις αρετές που έκαναν τόσο θεσπέσιο το σινεμά του ινδικής καταγωγής δημιουργού. Προβάλλεται σε επανέκδοση.

Στην Καλκούτα των τελών του 19ου αιώνα, στο εσωτερικό μιας πολυτελούς έπαυλης, μια γυναίκα βρίσκεται οικειοθελώς αιχμάλωτη στα δεσμά ενός στατικού και άτεκνου γάμου και παγιδευμένη στην ίδια μοναχική ρουτίνα. Σύζυγος ενός καλόκαρδου και περιποιητικού δημοσιογράφου, ο οποίος όμως βάζει συχνά την εργασία και τις ενασχολήσεις του με τα κοινά πάνω από τη γυναίκα του, η Τσάρου μοιάζει με διακοσμητικό πτηνό που αναγκάζεται να περιφέρει καθημερινά την ομορφιά του στις ασφυκτικές διαστάσεις ενός πελώριου κλουβιού.

Έξω από το σπίτι, στο μεταξύ, οι δρόμοι της πόλης σφύζουν από ζωή και από πιθανότητες. Μέσα η μοναχική οικοδέσποινα επαναλαμβάνει την ίδια, γνώριμη ρουτίνα, σα να πρόκειται για μια υποχρεωτική τελετουργία που πρέπει να τηρήσει: Περιπλανιέται από δωμάτιο σε δωμάτιο, κρυφοκοιτάζει από τις γρίλιες κάποιου παραθύρου, παίζει χαρτιά με την κουνιάδα της και απασχολεί τον έγγαμο βίο της καταφεύγοντας συχνά στη ρομαντική λογοτεχνία και δοκιμάζοντας ερασιτεχνικά τις δικές της συγγραφικές ικανότητες.

Ο ερχομός του Αμάλ, νεαρού αδερφού του άντρα της, ο οποίος ονειρεύεται να αφοσιωθεί στην ποίηση και σε μια ολότελα ρομαντική αντίληψη περί ζωής, θα φέρει μαζί του και έναν αναπάντεχο έρωτα για τη μοναχική Τσάρου η οποία ανοίγεται ξαφνικά σε ένα σύμπαν απωθημένων παθών και αισθήσεων που φρόντιζε πάντοτε να αρνείται. Ανάμεσα στην αγάπη για τον σύζυγό της και στο ερωτικό σκίρτημα που αισθάνεται για έναν άντρα διαφορετικό από εκείνον με τον οποίο πορεύεται στη ζωή, εντούτοις, το δίλημμα της ηρωίδας γίνεται μεγάλο και βασανιστικό.

Με την ικανότητά του να προσδίδει σε οποιαδήποτε ιστορία του τις διαστάσεις του οικουμενικού και του εύκολα αντιληπτού από πάσης φύσεως θεατές, ανεξαιρέτως φυλής, γλώσσας και λοιπών πολιτισμικών γνωρισμάτων, ο Ρέι προσεγγίζει τους χαρακτήρες του με συμπόνια αλλά και με οξυδέρκεια για τις μικρές χειρονομίες που κρύβουν συνήθως μέσα τους πολλά περισσότερα. Είναι ξεκάθαρο, παρ’ όλα αυτά, ότι η καρδιά του χτυπά για τα αισθηματικά διλήμματα της ηρωίδας του, την πρωτόγνωρη επαφή της με επιθυμίες που ξέρει ότι της είναι απαγορευμένες αλλά και την μάταιη προσπάθειά της να χειραφετηθεί σε μια πραγματικότητα που καταδικάζει τέτοιες απόπειρες.

Η Τσάρου αντιπροσωπεύει μια εποχή και μια ολόκληρη γενιά γυναικών οι οποίες προσπαθούν να αγγίξουν την προσωπική τους ολοκλήρωση και να πετύχουν την αυτογνωσία σε πείσμα των κοινωνικών περιορισμών και της προσκολλήσεως του κόσμου τους σε εθιμοτυπίες και παραδόσεις που μοιάζουν προ πολλού πεπερασμένες. Για την στωική πρωταγωνίστρια του φιλμ, ωστόσο, μια τέτοια μορφή ατομικής εξέγερσης είναι γραπτό να προδοθεί και να αποτύχει. Και το μόνο που θα απομείνει, όπως μας αφήνουν να διακρίνουμε τα ακινητοποιημένα πλάνα που αποτελούν και το φινάλε της ταινίας, είναι το θέαμα δυο ταπεινωμένων ανθρώπων και μιας τσακισμένης εστίας, ανεπανόρθωτα παραβιασμένης από τον αδάμαστο κόσμο των ενστίκτων. Κι από τον απρόβλεπτο παράγοντα που ονομάζεται καρδιά.