Ο πενηντάρης Φιοραβάντε δοκιμάζει να γίνει ζιγκολό, μετά από παράκληση του καλύτερου φίλου του, ενός αδέκαρου βιβλιοπώλη. Στην πορεία θα βγάλει χρήματα, θα κερδίσει εμπειρίες και θα ερωτευθεί τον πιό ακατάλληλο άνθρωπο, τη χήρα ενός χασιδιστή Εβραίου.
Η ρομαντική κομεντί σε σκηνοθεσία και σενάριο του Τζον Τορτούρο βρίσκει τον ίδιο ως αναπάντεχο ζιγκολό και τον Γούντι Άλεν ως ερασιτέχνη προαγωγό. Δεκατέσσερα χρόνια είχε να εμφανιστεί ο Γούντι Άλεν ως ηθοποιός σε ταινία που δεν σκηνοθετεί ο ίδιος (τελευταία του εμφάνιση ήταν το «Η Γυναίκα μου… Κομμάτια να Γίνει» του Αλφόνσο Αράου). Εδώ καταφέρνει και κλέβει τις εντυπώσεις με τον ατακαδόρικο κωμικό χρονισμό του και προσθέτει ειδικό βάρος σε μια άνιση ταινία που κινείται ανάλαφρα ως κομεντί, αλλά βαραίνει δραματικά ως ρομαντική.
Ο «Ερασιτέχνης Ζιγκολό» προσπαθεί να είναι μια κοινωνική και θρησκευτική σάτιρα.
Η γυναίκα του Μάρεϊ (Γούντι Άλεν) είναι μαύρη, όπως και τα παιδιά τους. Οι πρώτες πελάτισσες του Τορτούρο, η δρ.Πάρκερ και η κολλητή της Σελίμα (η Σάρον Στόουν και η Σοφία Βεργκάρα αντίστοιχα), είναι μετρημένα σέξι και χαρίζουν το απαραίτητο μπρίο και τσαχπινιά στην ταινία. Από την άλλη, ο χαρακτήρας της ευσεβούς Άμπιγκεϊλ (Βανέσα Παραντί), η χήρα που ερωτεύεται ο πρωταγωνιστής, δίνει τα απαραίτητα στοιχεία για να αποκαλυφθεί και να σαρκαστεί ο συντηρητισμός και ο σκληροπυρηνικός χαρακτήρας των χασιδιστών, αλλά παράλληλα εκτοπίζει μονοθεματικά την ταινία που σταδιακά χάνει το χιούμορ της.
Τις ανθρώπινες σχέσεις και την εβραϊκή παράδοση, ο Άλεν τις έχει καταγράψει με ευφυή κωμική οξυδέρκεια. Εδώ ο Τορτούρο προσφέρει μια πρόχειρη ανάγνωση. Για να μην αδικηθεί κάποιος ας επισημανθεί λοιπόν, πως ο «Ερασιτέχνης Ζιγκολό» είναι μια ταινία ΜΕ, κι όχι ΑΠΟ τον Γούντι Άλεν.