Έχοντας ήδη δύο χρεωκοπημένες επιχειρήσεις (και έναν αποτυχημένο γάμο) πίσω του, ο Χίλι Κρίσταλ άνοιξε το μπαρ/κλαμπ CBGB με την ελπίδα να φέρει την country, blues και bluegrass στη Νέα Υόρκη.
Τελικά, και χωρίς ο ίδιος να το επιδιώξει, το κλαμπ του ήταν η αφετηρία για πάμπολλες διάσημες έπειτα μπάντες και το εκκολαπτήριο του μουσικού κινήματος της πανκ, ένα μαγαζί που έγινε με τα χρόνια θρυλικό για τις ευκαιρίες που έδινε σε νέους μουσικούς, την χαώδη ατμόσφαιρα που το χαρακτήριζε και την αίσθηση ότι το μέλλον γραφόταν εκεί.
Βέβαια, αν πιστέψεις την ταινία του Ράνταλ Μίλερ, η επιτυχίατου CBGB, που επηρέασε καταλυτικά δεκάδες μπάντες και την πορεία της πανκ γενικότερα, ήταν κάτι σαν ευτυχές ατύχημα. Ο ιδιοκτήτης και ψυχή του μαγαζιού, Χίλι Κρίσταλ, τον οποίο υποδύεται βαριεστημένα και ανέμπνευστα ο συνήθως εξαιρετικός αλλά εδώ φοβερά αταίριαστος Άλαν Ρίκμαν, παρουσιάζεται ως ένας γενναιόδωρος, καλόκαρδος και εξαιρετικός σκάουτερ καλής μουσικής, αλλά δεν καταφέρνει ποτέ να μετατραπεί σε πραγματικά ενδιαφέροντα χαρακτήρα με βάθος, περιτριγυρισμένος όπως είναι από αδιάφορους δεύτερους χαρακτήρες.
Αντίθετα, ο Κρίσταλ στέκεται ως παθητικός παρατηρητής και εμπρός του παρελαύνουν μια σειρά από αναγνωρίσιμους γκεστ σταρ που βάζουν τα δυνατά τους να μιμηθούν τους διάσημους πια σταρ που ανέβηκαν στην ετοιμόρροπη σκηνή του CBGB ως άγνωστοι μουσικοί.
Και, αν πούμε ότι οι σκηνές αυτές είναι οι καλύτερες της ταινίας, δεν εννοούμε ότι είναι πραγματικά καλές: οι ηθοποιοί κάνουν ότι τραγουδούν τις ηχογραφημένες εκδοχές των τραγουδιών (δεν μπορούσαν έστω να πάρουν τα δικαιώματα ζωντανών εκτελέσεων;), ενώ ταυτόχρονα, στον ελάχιστο χρόνο που τους δίνεται και στις σκηνές που βιαστικά προσπαθούν τα χωρέσουν το σήμα κατατεθέν του καθενός, επιδεικνύουν με μια κάποια απελπισία τους μανιερισμούς των ανθρώπων που υποδύονται.
Και αυτό το αποσπασματικό και ανούσιο σενάριο συναντά την ατυχέστατη εκτίμηση του ύφους (μια κλοουνίστικη κωμική τάση που ταιριάζει περισσότερο σε τηλεοπτική κωμωδία, και όχι με την ατμόσφαιρα του κλαμπ) και το αποτυχημένο σκηνοθετικό εύρημα της ένταξης της ιστορίας σε κόμικ στριπ, που κάνει ακόμη πιο ασόβαρη την ήδη βαθιά ανόητη, ρηχή και βαρετή εξιστόρηση.