Ο ορισμός του τοξικού πρότζεκτ, το σενάριο για το «Dallas Buyers Club» έμεινε στο περιθώριο για δεκαετίες, τρομάζοντας τους επίδοξους χρηματοδότες και συντελεστές με τον ανίκητο συνδυασμό "επιδημία aids, ομοφοβικός και ρατσιστής πρωταγωνιστής με εθισμό στο σεξ, δευτεραγωνιστής διαφυλικό άτομο εθισμένο στα ναρκωτικά".
Η ταινία όμως, έχει αναπάντεχα διεκδικήσει τη δική της θέση ανάμεσα στις οσκαρικές της χρονιάς, κυρίως - για να μην πούμε, αποκλειστικά - χάρη στις εκπληκτικές παρουσίες των δύο πρωταγωνιστών της, που είναι η καρδιά, η ψυχή και η ανάσα της.
Τέξας, 1985. Ο Ρον Γούντραφ (Μάθιου ΜακΚόναχι) είναι πολύ απασχολημένος να κοιμάται με τυχαίες γυναίκες, να σνιφάρει ναρκωτικά, να πίνει και να στοιχηματίζει στο ροντέο, για να προσέξει την ανησυχητική κατάσταση της υγείας του.
Ένα ατύχημα τον φέρνει στο νοσοκομείο, όπου του ανακοινώνεται ότι πάσχει από τον νεοεμφανιζόμενο τότε ιό HIV και ότι έχει περίπου 30 μέρες ζωής. Αφού διαολοστείλει τους γιατρούς και περάσει μερικές μέρες στην άρνηση, ο Γούντραφ αναλαμβάνει δράση, κάνοντας την δική του έρευνα για την ασθένεια και φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι το φάρμακο AZT που χρησιμοποιούν επίσημα οι γιατροί, είναι θανατηφόρο όσο και ο ιός.
Αναζητώντας εναλλακτική θεραπεία, θα ανακαλύψει στο Μεξικό την εναλλακτική μέθοδο ενός γιατρού, ένα κοκτέιλ φαρμάκων που στόχευε περισσότερο στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων παρά του ίδιου του ιού. Αιώνια καταφερτζής, αποφασίζει να μεταφέρει παράνομα τα φάρμακα αυτά στις ΗΠΑ, όπου και τα πουλά σε άλλους απελπισμένους και ετοιμοθάνατους ασθενείς, με τη βοήθεια της επίσης πάσχουσας εκδιδόμενης τραβεστί Ραγιόν (Τζάρεντ Λέτο).
Τα «κλαμπ αγοραστών», που έξυπνα ιδρύει για να παρακάμψει τον νόμο που απαγορεύει την πώληση μη εγκεκριμένων φαρμάκων, σύντομα συγκεντρώνουν την προσοχή του ευρύτερου κοινού, και φυσικά των αρχών.
Όσο διηγείται τις διάφορες κομπίνες και περιπέτειες του Γούντραφ, η ταινία αρνείται να δείξει μια δραματική αλλαγή στον μάλλον αντιπαθή και μη πολιτικά ορθό χαρακτήρα του, θαρραλέα απόφαση που δεν μπορείς παρά να σεβαστείς.
Το φιλμ αρνείται επίσης να δομηθεί με απώτερο στόχο κάποια σκηνή κορύφωσης (μία δίκη, μία σκηνή θανάτου, ένα όποιο ξέσπασμα - κάτι που θα έδινε στην ιστορία ένα νοικοκυρεμένο τέλος), και έτσι αποφεύγει την χειρότερη παγίδα σε μια τέτοια ιστορία: την παγίδα του κηρύγματος και της δραματικής εξόδου.
Δεν κάνει όμως και τίποτα το εξαιρετικό στη θέση αυτών των απόντων κλισέ. Επιλέγει τη δοκιμασμένη σύμβαση/συνταγή τού ενός ενάντια στο σύστημα, της μάχης ενάντια σε όλα τα προγνωστικά, την αθέλητη σχεδόν μεταμόρφωση κάποιου σε πρωτοπόρο και σωτήρα, και ενδίδει σε αρκετούς εύκολους συμβολισμούς και εκβιαστικές μελό τάσεις, όπως αυτή που θέλει να συνδέσει τον Γούντραφ με τη γιατρό του (Τζένιφερ Γκάρνερ, τόσο συγκρατημένη που μοιάζει να μην κάνει και πολλά) με ένα πλατωνικό, συμβολικά αποστειρωμένο ρομάντζο.
Tα επιβεβλημένα χρονικά κενά στην ιστορία (καλύπτει άλλωστε τόσα χρόνια) σημαίνουν ότι το ταξίδι του Ρον και της Ραγιόν χωρίζεται άβολα σε στιγμές και επεισόδια, ενώ, πλην της ολοένα και μεγαλύτερης ζήτησης των φαρμάκων, αποφεύγει συστηματικά να θίξει την τεράστια κλίμακα του προβλήματος στην ευρύτερη κοινότητα, παραμένοντας μυωπικά προσηλωμένο στην δική του ιστορία.
Είναι, επίσης, τουλάχιστον προβληματικό και κάπως άστοχο το γεγονός ότι από την τραυματική αυτή περίοδο, κυρίως για την γκέι κοινότητα που αποδεκατίστηκε, εμείς βλέπουμε την ιστορία ενός στρέιτ, ομοφοβικού καουμπόι, το ταξίδι του οποίου μοιάζει εξίσου αποθέωση του καιροσκοπισμού, του ατομικισμού και του καπιταλισμού, όσο της θέλησης για ζωή.
Αλλά το «Dallas Buyers Club» προδίδει εν μέρει ακόμη και τον ήρωά του με την απλοϊκή συγκατάβαση του σεναρίου που τον θέλει να αποκτά συνείδηση της συμβολής του στον αγώνα κατά του HIV και διευρύνει το μυαλό του - ο Ρον αξίζει να ζήσει, μοιάζει να μας λέει, γιατί η εμπειρία αυτή τον βοήθησε να διανύσει την απόσταση από ομοφοβικός καουμπόι και ηδονιστής σε πρωτοπόρος σωτήρας.
Το να απομακρυνθεί κανείς από την συνήθη γραμμή των ιστοριών για την επιδημία του AIDS, δεν είναι αρκετό - πρέπει να βρει και κάτι αρκετά βαθύ με το οποίο να τις αντικαταστήσει, και η ελπίδα ότι η ιστορία μπορεί να μετατραπεί σε μια μελέτη του πώς η κοινωνική μας ταυτότητα είναι πιο ευμετάβλητη και έρμαιο της τύχης απ΄ό,τι νομίζουμε περιορίζεται σε μία μόλις σκηνή, όταν οι πρώην φίλοι του Γούντραφ τον εξοστρακίζουν νομίζοντάς τον γκέι.
Χαμένη πάει σε μεγάλο βαθμό και η ευκαιρία να υπογραμμιστεί το πώς μερικές φορές οι πιο ριζοσπαστικές αλλαγές έρχονται από αναπάντεχες πηγές. Η πρωτοβουλία των κλαμπ αυτών, εξάλλου, για αυτο-θεραπεία και ενεργή συμμετοχή στις ιατρικές αποφάσεις, είναι ό,τι πιο αναρχικό και υπόγεια πολιτικοποιημένο έχουν κάνει αυτοί οι άνθρωποι στη ζωή τους, και άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονταν οι πολίτες της Αμερικής το δικαίωμά τους στην ιατροφαρμακευτική θεραπεία, κάτι που όμως δεν αναδεικνύεται στο «Dallas Buyers Club».
Λεπτομέρειες; Ίσως. Είναι όμως το θέμα τόσο φορτωμένο με ιδιαίτερη βαρύτητα και τόσο πειστικά δοσμένο στην ταινία, που η σχετική ρηχότητα του μηνύματός της είναι ακόμη εμφανέστερη, όσο και αν ο σκηνοθέτης Ζαν-Μαρκ Βαλέ («C.R.A.Z.Y.», «Cafe de Fleur») καταφέρνει να γειώσει τις εικόνες του σε έναν χωρίς φτιασίδια νατουραλισμό και να χτίσει σωστά τον μικρόκοσμο του Γούντραφ .
Για τις υψηλές προσδοκίες «φταίει» και ο κύριος λόγος που η ταινία συζητείται τόσο ευρέως, δηλαδή οι συγκλονιστικές ερμηνείες των ΜακΚόναχι και Λέτο - ίσως ό,τι καλύτερο τούς έχουμε δει να κάνουν ποτέ στο σινεμά - που εκθέτουν ακόμη περισσότερο τα μειονεκτήματα της ταινίας.
Από τη μία ο ΜακΚόναχι καταφέρνει να σε κάνει σχεδόν να ξεχάσεις την τρομακτικά αληθοφανή του μεταμόρφωση σε έναν άνθρωπο που λιώνει μπροστά στα μάτια μας, με την δυναμική, εκπληκτική του παρουσία, που ισορροπεί τέλεια ανάμεσα στην ζωοφόρο δίψα του για ζωή, το επιχειρηματικό λέγειν, και τις πιο μελαγχολικές στιγμές ενδοσκόπησης. Βρίσκει τον ιδανικό παρτενέρ στο πρόσωπο του καταπληκτικού Τζάρεντ Λέτο, που χαρίζει στην Ραγιόν αξιοπρέπεια και χάρη, βάθος και τρυφερότητα, αλήθεια και ανθρωπιά.
Και οι δύο θα κερδίσουν Όσκαρ, και οι δύο τα αξίζουν - χωρίς αυτούς, η ταινία θα ήταν πολύ, πολύ μικρότερη.