Τρεις φίλοι κινούν για το πάρτι της χρονιάς. Ο Ντέιβιντ έχει μόλις χωρίσει με την Τζιλ και διψά για μια δεύτερη ευκαιρία. Ο Τέντι, πάλι, θα κάνει ό,τι μπορεί για να περάσει καλά και να κάνει σεξ. Για την Άλισον θα αρκούσε απλώς η σιωπηρή αποδοχή των συνομηλίκων.
Ένα υπερφυσικό φαινόμενο, ωστόσο, έρχεται να ανατρέψει όχι μόνο τις αρχικές προσδοκίες, αλλά να μετατρέψει το εφηβικό ξεσάλωμα σε εφιάλτη. Γιατί για τον καθένα από τους παρευρισκόμενους του πάρτι κάνει την εμφάνισή του αυτός που δε θα περίμεναν να συναντήσουν ποτέ: ο ίδιος τους ο εαυτός, με άγνωστη προέλευση και κίνητρα.
Τέσσερα χρόνια μετά το ριμέικ του «Last House on the Left», ο «ξενιτεμένος» Ντένης Ηλιάδης διπλασιάζει τις ταινίες του επί αμερικανικού εδάφους, πραγματοποιώντας έτσι ακόμα ένα βήμα προς την ενσωμάτωσή του στο χολιγουντιανό στερέωμα.
Έχοντας για κάβα την περασμένη επιτυχία του που αντάμειψε την εμπιστοσύνη του ίδιου του Γουές Κρέιβεν προς το πρόσωπό του, ο Έλληνας σκηνοθέτης μπόρεσε αυτή τη φορά να υλοποιήσει μια δική του σεναριακή ιδέα, προσελκύοντας παράλληλα σημαντικούς συμπαίκτες που συνέδραμαν τόσο στην παραγωγή όσο και στα απαιτητικά ειδικά εφέ. Ο λόγος για τους Hydraux και Lola, δύο σημαντικές εταιρείες στο χώρο των οπτικών εφέ που έχουν δουλέψει σε πανάκριβες παραγωγές όπως οι «Εκδικητές», «The Social Network» και «Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον».
Στο «Plus One», ο Ηλιάδης παντρεύει την εφηβική κωμωδία με το ψυχολογικό θρίλερ και την επιστημονική φαντασία. Λατρεύει τις ταινίες του Τζον Χιουζ, αντλεί έμπνευση από τα αξιόλογα δείγματα γραφής των σύγχρονων αμερικανικών φιλμ του είδους σαν το «Superbad», ενώ επιχειρεί να προσδώσει στο σύμπαν του, τουλάχιστον ως το πρώτο μισό, κάτι από την αχαλίνωτη ορμονική παράνοια του ακόμη πιο πρόσφατου «Project X».
Η πορεία, βέβαια, το θέλει να συγγενεύει όλο και περισσότερο με τον μεταφυσικό τρόμο και τις χαλαρές φιλοσοφικές απολήξεις αρκετών εκ των κινηματογραφικών μεταφορών που γνώρισαν τα βιβλία του Στίβεν Κίνγκ. Και τουλάχιστον ως ένα σημαντικό βαθμό, αυτό το μείγμα κωμωδίας, μεταφυσικού σασπένς και διακριτικών υπαρξιακών νήξεων για την αλλόκοτα απειλητική κατάσταση στην οποία περιέρχονται οι ήρωες του «Plus One», λειτουργεί παραπάνω κι από ικανοποιητικά.
Ταυτόχρονα, μάλιστα, η ψυχολογική απόκριση του θεατή στα όσα αντικρίζει μπορεί κάλλιστα να τον προετοιμάζει για έναν μάλλον απροσδιόριστο επίλογο, ο οποίος είναι πιθανό να εκτείνεται από τη μαύρη κωμωδία και το υπαρξιακό θρίλερ μέχρι ένα ανελέητο σπλάτερ.
Αυτή, ωστόσο, η πολλά υποσχόμενη αβεβαιότητα που προσφέρει το «Plus One» στο κοινό, έρχεται σταδιακά να επισκιαστεί από την από κάποιο σημείο κι έπειτα αδέξια παραδοξότητα, κατά την οποία οι ήρωες εμφανίζονται να στοχάζονται όλο και περισσότερο πάνω στην εξέλιξη της πλοκής.
Σε ένα περιβάλλον χωροχρονικά τόσο στενό που με την ώρα γίνεται ολοένα και πιο ασφυκτικό κι ασταθές, η σταθερή «άνεση» των ηρώων να παρατηρούν τα γεγονότα προξενεί προοδευτικά σπάσιμο του ρυθμού και ρωγμές στην ατμόσφαιρα της ταινίας, μαρτυρώντας παράλληλα σεναριακές αδυναμίες σχετικά με την ταυτόχρονη ανάγκη για την ενίσχυση του σασπένς και τη διατήρηση του υπαρξιακού υποβάθρου της ιστορίας.
Με άλλα λόγια, παρότι ο Ηλιάδης αποφεύγει επιτυχημένα τον ψυχαναγκαστικό σκόπελο των επεξηγήσεων αναφορικά με την προέλευση του φαινομένου που προκαλεί τα όσα αφηγείται το «Plus One», καταλήγει να στερεί από τον θεατή το δικαίωμα της αποκλειστικής αλληλεπίδρασης με το φιλμ και τους χαρακτήρες του.
Συνολικά, το «Plus One» καταφέρνει να προφυλάξει τον πυρήνα κάθε θρίλερ επιστημονικής φαντασίας που νομιμοποιείται να διεκδικεί την αποφυγή της κινηματογραφικής λήθης: την ευθεία παραπομπή σε κάτι ανώτερο από το πρώτο επίπεδο της ιστορίας που αφηγείται - εν προκειμένω την αναμέτρηση με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Ως προς το «κωμικό» του σκέλος, πάλι, το φιλμ του Ηλιάδη έχει να κερδίσει ορισμένους πόντους από τους διασκεδαστικά αρχετυπικούς εφηβικούς του χαρακτήρες. Παρόλα αυτά, οι προαναφερθείσες σεναριακές και δομικές ανισορροπίες εξελίσσονται προοδευτικά στο τρωτό σημείο μιας κατά τα άλλα φιλόδοξης δουλειάς.