Το «All is Lost» είναι χαλαρά εμπνευσμένο από το βιβλίο «Ο Γέρος και η Θάλασσα» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Ένας ηλικιωμένος ιστιοπλόος (ο Ρόμπερτ Ρένφορντ είναι 77 χρονών) διαπιστώνει ξαφνικά ότι το σκάφος του συγκρούεται με ένα τεράστιο κοντέινερ, το οποίο χωρίς εμφανή λόγο πλέει στη μέση του ωκεανού. Η μικρή τρύπα που ανοίγει στο σκάφος δε δημιουργεί άμεσο κίνδυνο κι όμως το νερό που μπαίνει καταστρέφει αμέσως το δορυφορικό κινητό, το λάπτοπ, τον ασύρματο κι άλλα ζωτικά όργανα του σκάφους.
Αθλητικός, και με εξαιρετική φυσική κατάσταση ο ιστιοπλόος αυτός (όπως εξάλλου και ο ίδιος ο Ρέντφορντ) επιδιορθώνει γρήγορα τη βλάβη και προσπαθεί να χαράξει νέα πορεία στη μέση του ινδικού ωκεανού όπου βρίσκεται.
Δε ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν, ούτε για το παρελθόν του, ούτε για την προσωπικότητα του. Το μόνο που συνειδητοποιούμε είναι ότι είναι ένας άνθρωπος μόνος απέναντι στη φύση. Ένας άνθρωπος που θα πρέπει να επιβιώσει. Κι όμως, και σε αντίθεση με άλλες ταινίες επιβίωσης, τίποτα δε λειτουργεί όπως θα το φανταζόμασταν.
Τίποτα δεν είναι εξιδανικευμένο, τίποτα δεν είναι εύκολο. Στην πραγματικότητα, το «All is Lost» βρίσκεται στον αντίποδα της «Ζωής του Πι»: η ανθρώπινη εφευρετικότητα, η συσσωρευμένη ναυτική γνώση, η ευφυΐα και βέβαια η τεχνολογία αχρηστεύονται παντελώς μπροστά στη μανία της φύσης και την τυφλή μοίρα. Έτσι ο «γέρος» αυτός θα βρεθεί, όπως και ο ήρωας του Χέμινγουεϊ, ανυπεράσπιστος μέσα σε μια μανιασμένη θάλασσα που ζητάει να τον καταβροχθίσει.
Ο Τζέι Σι Τσάντορ σκηνοθετεί εδώ εντελώς διαφορετικά από ό,τι σκηνοθέτησε την προηγούμενη του ταινία, «Ο Δρόμος του Χρήματος», στην οποία οι ατέλειωτες συζητήσεις γέμιζαν κάθε πλάνο της. Στο «All is Lost» χρησιμοποιεί μόνο τη δύναμη των εικόνων και του μοντάζ και βέβαια τον εκπληκτικό και αμίλητο Ρέντφορντ, ο οποίος ενεργοποιεί μισό αιώνα κινηματογραφικής εμπειρίας για να ερμηνεύσει με τρόπο καθηλωτικό τον χαρακτήρα του.