Η Λίντα είναι μια αφοσιωμένη, αποτελεσματική και δημοφιλής καθηγήτρια Αγγλικών σε γυμνάσιο μιας μικρής πόλης. Το πάθος της με τον γραπτό λόγο, όμως, την έχει απομονώσει από τη ζωή και τους υπόλοιπους ανθρώπους - ακολουθώντας ένα αυστηρό και συνετό χρονοδιάγραμμα, η καθημερινότητά της πάει ρολόι.
Ώσπου ένας παλιός μαθητής της επιστρέφει αποτυχημένος στην πόλη με ένα θεατρικό έργο που δεν ανέβηκε ποτέ. Η Λίντα αποφασίζει να το ανεβάσει ως σχολική παράσταση αλλά αναστατώνεται όταν έρθει πιο κοντά με τον νεαρό. Θα μπορέσει επιτέλους να αφήσει πίσω την τάξη και την ασφάλεια της τακτοποιημένης ζωής της;
Τίποτα στην παραπάνω πλοκή δεν ακούγεται ιδιαίτερα ελκυστικό ή πρωτότυπο, και κυριολεκτικά τίποτα δεν είναι. Μυστηριωδώς, όμως, αυτό είναι ένα σενάριο που προσέλκυσε την σπουδαία Τζουλιάν Μουρ, η οποία αδυνατεί να είναι κακή και άρα προσδίδει στον πρωταγωνιστικό ρόλο περισσότερη γοητεία και βάθος απ' ό,τι του αξίζει.
Η παρουσία της σχεδόν σε βοηθά να ξεπεράσεις την σχεδόν προσβλητικά τεμπέλικη εισαγωγή, που δίνει την εντύπωση ότι εμπαίζει τον κεντρικό χαρακτήρα για τις επιλογές του, παρουσιάζοντάς τες συγκαταβατικά ως κάτι για να κοροϊδέψεις ή να κρίνεις, και σίγουρα ως κάτι από το οποίο πρέπει να ξεφύγει.
Σχεδόν σε βοηθά να ξεπεράσεις την αναιμική συνέχεια, που διασώζεται στιγμιαία από μονάδες όπως ο Νέιθαν Λέιν, αλλά κινείται επίπεδα και αδιάφορα στο μεγαλύτερο κομμάτι της.
Σχεδόν σε κάνει να συγχωρέσεις τις άβολες αλλαγές τόνου από κωμωδία σε δράμα και αντίστροφα, παρόλο που αυτά που θέλει να πει είναι προφανή και απλώς ελαφρώς διασκεδαστικά, χωρίς το πάθος που υποτίθεται ότι ανατρέπει τη ζωή της Λίντα.
Όταν η ταινία τελειώσει, έχεις περάσει συμπαθητικά, αλλά δεν θυμάσαι τίποτα πέρα από την Μουρ και την ζωηρή, ολοκληρωμένη ερμηνεία της σε έναν ρόλο που εύκολα θα ενέδιδε στα συνηθισμένα στερεότυπα αν δεν υπήρχε εκείνη να του δώσει ουσία.