«Μπορείς πραγματικά να εμπιστευτείς τους ανθρώπους;»: με αυτήν την βαρύγδουπη, αλλά και χαρακτηριστική του πνεύματος της ταινίας, συζήτηση ξεκινά το «Hannah Arendt» της Μαργκαρέτε Φον Τρότα, το πορτρέτο της πολιτικής φιλοσόφου Χάνα Άρεντ. Βέβαια η ιδέα που έφερε (καλή και κακή) φήμη στην Άρεντ, η έννοια της «κοινοτοπίας του κακού», ήταν κατά κάποιον τρόπο μια επέκταση αυτού του παραπάνω ερωτήματος.
Η αρχή έγινε με την δίκη του Άντολφ Άιχμαν, του αντισυνταγματάρχη των SS που δικάστηκε δημόσια στο Ισραήλ για την συμμετοχή του στην οργάνωση του Ολοκαυτώματος. Η Άρεντ ήταν παρούσα και, παρατηρώντας από κοντά έναν από τους πιο διαβόητους ιθύνοντες πίσω από το Ολοκαύτωμα και την υπεράσπισή του, ανέπτυξε την ιδέα ότι η συμμετοχή του Άιχμαν στα φρικτά αυτά εγκλήματα δεν ήταν παρά μια δημοσιο-υπαλληλική υπακοή στους κανόνες, μια αφοσίωση σε αυτό που έβλεπε το καθήκον του, και όχι μια ιδεολογική γραμμή που του το υπαγόρευε.
Η «κοινοτοπία του κακού» έγκειται ακριβώς στο παράδοξο αυτό: αντί να «κοιτάξει ένα τέρας στα μάτια», όπως περίμενε, η Άρεντ βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν «απλό γραφειοκράτη» που μπορούσε να αποποιηθεί της ευρύτερης ευθύνης ακριβώς επειδή περιορίστηκε (ή έτσι τουλάχιστον ισχυρίστηκε) στην δική του θέση στην αλυσίδα των ευθυνών και - τυπικά τουλάχιστον - δεν έβλαψε ποτέ προσωπικά κανέναν. Μηδενικά κίνητρα, απούσα ιδεολογία, ανύπαρκτη φιλοδοξία, άρα και λανθασμένο το στερεότυπο ότι οι εγκληματίες πρέπει να ισούνται με σατανικές ιδιοφυΐες: ο Άιχμαν ήταν απλώς ένα γρανάζι, αποτελεσματικό και σχολαστικό αλλά και τίποτα το ξεχωριστό, κάτι που δημιούργησε το ίδιο το πολιτικό σύστημα και τώρα το βλέπει να στρέφεται εναντίον του.
Ταυτόχρονα χρέωσε μια διστακτικότητα έως εγκληματική ανοχή σε ορισμένες ηγετικές φιγούρες της εβραϊκής κοινότητας, οι οποίες επέτρεψαν να φτάσει η εγκληματική δράση των Ναζί σε τέτοια ευρεία κλίμακα.
Φυσικά, τέτοιες ιδέες ήταν τουλάχιστον εμπρηστικές για την εποχή τους, και είναι ακόμη και σήμερα αμφιλεγόμενες. Η Άρεντ πολεμήθηκε πολύ στην εποχή της για αυτές, μετά τη δημοσίευση του σχετικού άρθρου στο New Yorker - αυτά τα τέσσερα επίμαχα χρόνια βρίσκονται στο κέντρο της ταινίας «Hannah Arendt», που προβάλλεται πλέον και στους ελληνικούς κινηματογράφους.
Μιλήσαμε στην σκηνοθέτη Μαργκαρέτε Φον Τρότα, σημαντική δημιουργό του γερμανικού σινεμά (μεταξύ των ταινιών της το «Ρόζα Λούξεμπουργκ», «Η Χαμένη Τιμή της Καταρίνα Μπλουμ», «Vision») για τους λόγους που θέλησε να κάνει την ταινία, την επιλογή της πρωταγωνίστριας αλλά και το στερεότυπο που την θέλει «σκηνοθέτη γυναικείων ιστοριών» επειδή τυχαίνει οι ταινίες της να επικεντρώνονται σε δυνατές γυναικείες προσωπικότητες.
Αρχικά, η προφανής ερώτηση: πώς γεννήθηκε η ιδέα για την ιστορία; Θέλατε να κάνετε μια ταινία για την Χάνα Άρεντ ή ήταν η δίκη αυτή που σας κέντρισε το ενδιαφέρον; Τι σας ξεκίνησε;
Σίγουρα το πορτρέτο της γυναίκας, όχι μόνο η δίκη. Ξεκίνησε 10 χρόνια πριν - μαζί με τους συνσεναριογράφους και φίλους που με βοήθησαν στην προηγούμενη ταινία, αναπτύξαμε την ιδέα. Ήμουν διστακτική στην αρχή, δεν μπορούσα να δω πώς μπορούσα να το κάνω, πώς να απεικονίσω μια διανοούμενη. Χρειαζόμουν χρόνο για να το επεξεργαστώ και να βρω τη λύση. Την πρώτη φορά γράψαμε μια συμβατική βιογραφία, από τα 18 της ως το τέλος της ζωής της.
Μετά συνειδητοποιήσαμε γρήγορα ότι δεν ήταν ο σωστός τρόπος, απλώς πηδούσαμε από το ένα γεγονός στο άλλο - και είχε μια πολύ ταραχώδη ζωή, γεμάτη μετακινήσεις σε Ευρώπη και ΗΠΑ - και αποφασίσαμε ότι θα επικεντρωθούμε σε κάποια μόνο χρόνια.
Έπειτα ήταν εύκολη η επιλογή. Είναι προφανές το πώς αναπτύσσει τις ιδέες της εκείνα τα χρόνια και επίσης βλέπει κανείς πόσο την κακομεταχειρίστηκαν όλοι εξαιτίας αυτών των ιδεών. Ο πρώτος τίτλος της ταινίας, μάλιστα, ήταν «Η Διαμάχη» («The Controversy») γιατί είχε σχέση με αυτήν την αντιπαράθεση, ενώ τώρα νομίζεις ότι είναι όλη της η ζωή.
Έτσι όμως μπορέσατε να αφήσετε τις ιδέες της, την προσωπικότητά της και την διαδικασία της σκέψης της να αναπνεύσει περισσότερο. Αυτό θα ήταν το πρώτο που θα έφευγε στην περίπτωση της βιογραφίας που αναφέρετε.
Ναι, αυτό ακριβώς σκέφτομαι κι εγώ και ξέρω ότι κάναμε το σωστό! Μπορέσαμε και εισχωρήσαμε βαθιά στις σκέψεις της με έναν ρυθμό που τους ταίριαζε. Παρατηρεί, σκέφτεται και επεξεργάζεται, και μπορέσαμε να το δείξουμε. Ειδικά στην περίπτωση του Άιχμαν - μπορέσαμε να τον αναδείξουμε σε έναν αντίπαλό της, κάποιον που παρατηρεί.
Πόσο νωρίς στη διαδικασία αποφασίσατε ότι θα χρησιμοποιούσατε αληθινό υλικό, και όχι έναν ηθοποιό για τον Άιχμαν;
Από την αρχή. Πριν καν θελήσω να κάνω ταινία για την Χάνα, είχα δει ένα ντοκιμαντέρ από το Ισραήλ με τον τίτλο «The Specialist» και είχα εντυπωσιαστεί, οπότε, όταν αρχίσαμε να γράφουμε την ταινία, είπα στους συνεργάτες μου ότι έπρεπε οπωσδήποτε να εντοπίσουμε το υλικό αυτό, παρόλο που είναι δύσκολο και ακριβό. Αλλά μας το παραχώρησαν σχετικά φτηνά και τα καταφέραμε να το χρησιμοποιήσουμε με διάφορες χορηγίες.
Για μένα ήταν ύψιστης σημασίας το να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα πλάνα. Ειδάλλως θα έβρισκα έναν ηθοποιό και τελικά θα παρατηρούσαν όλοι το πόσο καλός θα ήταν ο ηθοποιός - δεν θα μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν την μετριότητα του πραγματικού άνδρα.
Και ο ηθοποιός ίσως έμπαινε στον πειρασμό να τονίσει κάποια χαρακτηριστικά του - γιατί θα έπρεπε να κάνει κάτι, να χτίσει έναν ρόλο - ενώ τώρα βλέπεις την απόλυτη αδιάφορη κενότητα στην οποία αναφέρθηκε και η Άρεντ.
Ή, αντί να τον δέχεσαι για αυτό που ήταν, να παρατηρείς εξεταστικά την ερμηνεία του ηθοποιού και να λες, α ωραία έπαιξε αυτή τη στιγμή, πειστικός είναι, κλπ! Δεν θα έβλεπε το άθλιο του χαρακτήρα.
Είναι η έκτη φορά που δουλεύετε με την Μπάρμπαρα Σούκοβα, σίγουρα έχετε πια πλήρη εμπιστοσύνη και άνεση μεταξύ σας. Φαντάζομαι ήταν η πρώτη σας επιλογή;
Εννοείται! Από την αρχή, ήμουν σίγουρη ότι την ήθελα για το ρόλο για το ταλέντο, την ευφυΐα της, τη δουλειά μου μαζί της. Ήξερα τι μπορώ να βγάλω από μέσα της, είναι τόσο έξυπνη και παρούσα στην διαδικασία της προετοιμασίας. Καταβρόχθισε ό,τι της δώσαμε να διαβάσει, μέχρι και φιλοσοφία μελέτησε με έναν καθηγητή του Κολούμπια. Δεν θα μπορούσε να ήταν κάποια άλλη στη θέση της.
Οι απόψεις που τόλμησε να διατυπώσει ήταν σοκαριστικές για την εποχή, αλλά ακόμη και σήμερα δε φαίνεται σαν να έχουμε αντιμετωπίσει αυτά τα ακανθώδη ζητήματα με τον κατάλληλο τρόπο ή την αποτελεσματικότητα που θα περίμενε κανείς 70 χρόνια μετά. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια - στην Ελλάδα αλλά και αλλού - είναι προφανές ότι κανένα τέτοιο ζήτημα δεν έχει λυθεί, και απειλεί να αναδυθεί κάθε στιγμή είτε με την επανεμφάνιση τέτοιων ιδεολογιών αλλά και με την ανοχή που την επιτρέπει.
Δυστυχώς, συμφωνώ. Προσωπικά με έχει πείσει απόλυτα, αλλά δεν θα ήταν εύκολη άποψη να τη χωνέψεις ακόμη και σήμερα. Παρεξήγησαν αυτό που είπε ως κατηγορία ενάντια στους Εβραίους, όμως εκείνη δεν είπε αυτό. Κατηγόρησε κάποιους ηγέτες που συνεργάστηκαν ή αδράνησαν, και αυτό βγήκε αληθινό.
Και μια παρατήρηση-ερώτηση. Φαίνεται ότι για τους περισσότερους δημοσιογράφους με τους οποίους μιλάτε, είναι αδύνατο να μην σας περιγράψουν ως «σκηνοθέτη γυναικείων ιστοριών» και να σας ζητήσουν να μιλήσετε για τους λόγους για τους οποίους έχετε σκηνοθετήσει ιστορίες με γυναίκες πρωταγωνίστριες -
Ακριβώς, όλη την ώρα!
...έχετε κουραστεί από αυτές τις ερωτήσεις πια; Φαίνονται στην καλύτερη περίπτωση τεμπέλικες και στην χειρότερη συγκαταβαστικές και προσβλητικές - δεν θα ρώταγαν έναν άντρα σκηνοθέτη γιατί κάνει ιστορίες για άντρες!
Είναι τρελό, δεν ξέρω τι να πω! Σε κάθε μία συνέντευξη θα κληθώ να μιλήσω για αυτό, όταν ένας άντρας καθίσει μπροστά μου για συνέντευξη, αυτή θα είναι η πρώτη ερώτηση. Κι έτσι έχω αρχίσει να τους απαντώ με μια δική μου ερώτηση: «Έχετε ποτέ ρωτήσει κάτι αντίστοιχο έναν άνδρα, γιατί δηλαδή σκηνοθετεί "ανδρικές" ιστορίες;». Αν μου απαντήσουν όχι, και αυτό απαντούν φυσικά, τότε τους λέω ότι δεν έχουν δικαίωμα να με ρωτούν κάτι τέτοιο. (γέλια)
Μα προκύπτει τόσο συχνά που σκεφτόμουν ότι το να το αναφέρω θα ήταν σαν να συμβάλλω σε αυτήν την ευκολία, δεν ήθελα καν να το ρωτήσω! Απλώς η συγκατάβαση είναι...
- είναι παντού! Και αυτό μού θυμίζει κάτι που μου είπε ένας συνάδελφος της Χάνα: θεωρούνταν αλαζόνας, απόμακρη και ψυχρή, είχε αυτή τη φήμη στο πανεπιστήμιο. Η εποχή ήθελε τις γυναίκες μετριόφρονες, χωρίς φιλοδοξίες, υπάκουες. Κανείς όμως από τους άνδρες συναδέλφους της δεν κατηγορήθηκε για τα παραπάνω. Μόνο εκείνη. Αυτές είναι αρετές για τις οποίες οι άντρες επαινούνται, οι γυναίκες όχι.
Ακόμη δεν είμαι σίγουρη αν έπρεπε να το θίξω το θέμα αλλά είναι σε κάθε μία συνέντευξη, είναι εντυπωσιακό! Ρωτούν εσάς πώς και κάνετε «γυναικείες» ταινίες και μετά ρωτούν την Κάθριν Μπίγκελοου πώς και κάνει «ανδρικές» ταινίες -
... δε γλιτώνεις με τίποτα! (γέλια) Θα έρθει ο καιρός που και οι άλλοι θα γελούν με αυτές τις ερωτήσεις, προς το παρόν ας γελάμε εμείς και αν συνεχίσουμε να κάνουμε ταινίες, κάποια στιγμή θα βαρεθούν, δεν θα τους μείνουν άλλα στερεότυπα να χρησιμοποιήσουν!