Η Κατερίνα Γώγου υπήρξε μία από τις πιο περιθωριακές, αμφιλεγόμενες και ταυτόχρονα εκρηκτικές φιγούρες των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών. Κι αν η ποίησή της δεν έλαβε ποτέ την αναγνώριση του λογοτεχνικού κατεστημένου (όχι πως η ίδια θα επιθυμούσε ποτέ κάτι τέτοιο), η αγριότητα και η απελπισία της έχουν την ικανότητα να αγγίζουν ακόμα όσους είναι πρόθυμοι να αφεθούν στην ακατέργαστη δύναμη των στίχων της – ανάμεσά τους και μια νεολαία που επιμένει να τους μετατρέπει σε συνθήματα στους τοίχους.
Ως ηθοποιός, η Γώγου τυποποιήθηκε στους δεύτερους ρόλους της τρελοκαμπέρως κόρης και της αναιδούς υπηρέτριας που της επιφύλαξε το εμπορικό ελληνικό σινεμά των 60s, όμως η ίδια φρόντισε να αποτινάξει ολοκληρωτικά από πάνω της το χαριτωμένο αυτό προσωπείο για να ενδυθεί σταδιακά τη σκοτεινιά των μεταγενέστερων χαρακτήρων της σε ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου όπως το «Βαρύ Πεπόνι» και η «Παραγγελιά», αμφότερες σκηνοθετημένες από τον σύζυγό της Παύλο Τάσιο.
Το απόλυτο σκοτάδι θα το άγγιζε ωστόσο με το μέσο που αναμφίβολα της ταίριαξε περισσότερο ως προσωπική έκφραση μιας μόνιμης οργής και απογοήτευσης: την ποίηση.
Ακριβώς 20 χρόνια μετά το θάνατό της, ο Αντώνης Μποσκοΐτης, ένας σκηνοθέτης που έχει ήδη αποδείξει την ικανότητά του να διεισδύει σε αυθεντικά ροκ μορφές του πρόσφατου παρελθόντος μας («Φλέρυ – Η Τρελή του Φεγγαριού», 2002 & «Ζωντανοί στο Κύτταρο», 2005), αναλαμβάνει να αναδείξει κάθε πλευρά της Κατερίνας Γώγου: έντονα πολιτικοποιημένη γυναίκα, υπερασπίστρια των μειονοτήτων, γνήσια αντιδραστική απέναντι σε κάθε μορφή κατεστημένου, αντιφατική ηθοποιός, αναρχική ποιήτρια, βασανισμένη μητέρα και μόνιμο «στοιχειό» των Εξαρχείων κατά τη δεκαετία του 80’.
Χωρίς να φοβάται να παρασυρθεί από τον εμφανή θαυμασμό του για το αντικείμενο της ταινίας του, ο Μποσκοΐτης δεν επιλέγει μια αποστασιοποιημένη ματιά, αλλά εκείνη ενός φορτισμένου και ενίοτε πνιγηρού πορτρέτου – στοιχεία που διόλου τυχαία χαρακτηρίζουν την ίδια τη ζωή και το έργο της Κατερίνας Γώγου.
Βασισμένο σε μια εξονυχιστική έρευνα, είτε πρόκειται για τη βιογραφία της Γώγου «Έρωτας Θανάτου» από την Αγάπη-Βιργινία Σπυράτου είτε για το υλικό Super 8 που είχε τραβήξει ο κάποτε σύντροφός της, Γιώργος Κορδέλας, το ντοκιμαντέρ του Μποσκοΐτη, που έκανε πρεμιέρα στις 18ες ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ COSMOTE, φωτίζει κάθε πτυχή αυτής της ασυμβίβαστης προσωπικότητας: από τις οικογενειακές επαναστάσεις ως την κάθε λογής καλλιτεχνική της δραστηριότητα και από την πολιτική της δράση μέχρι τον εθισμό της στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά και, φυσικά, την αυτοχειρία της το 1993, σε ηλικία 53 ετών, που αναμφίβολα συντέλεσε στη δημιουργία του μύθου της.
Ως συνοδοιπόρους του σε αυτό το οδυνηρό ταξίδι, ο σκηνοθέτης έχει επιλέξει να μιλήσουν γι’ αυτήν άνθρωποι που τη γνώρισαν από κάθε μετερίζι της ζωής της, και τώρα βρίσκονται μπροστά από την κάμερα επιχειρώντας ειλικρινείς όσο και ενίοτε μάταιες απόπειρες αποκρυπτογράφησης του σκληρού ποιητικού της λόγου αλλά και της τραγικής πορείας της.
Ανάμεσά τους, φίλοι και συνάδελφοι, ηθοποιοί, ποιητές, πολιτικοί ακτιβιστές, σκηνοθέτες, τραγουδιστές και τραγουδοποιοί, όπως οι ποιητές Νάνος Βαλαωρίτης και Θανάσης Νιάρχος, η μουσικός Λένα Πλάτωνος, οι ηθοποιοί Αντώνης Καφετζόπουλος, Όλια Λαζαρίδου, Μάρω Κοντού και Νίκος Καλογερόπουλος, οι σκηνοθέτες Ανδρέας Θωμόπουλος και Λευτέρης Ξανθόπουλος, ο Γιώργος Χρονάς και πολλοί άλλοι.
Οι εξομολογήσεις αυτές, οι απαγγελίες των ποιημάτων της, κινηματογραφημένα σε λιτό και αποτελεσματικό ασπρόμαυρο, και φυσικά τα ανέκδοτα βίντεο καθιστούν την ταινία μια πολύ προσωπική υπόθεση – ίσως γι’ αυτό και οι δραματοποιημένες σκηνές, με τη Λουκία Μιχαλοπούλου να υποδύεται όχι τη Γώγου, αλλά μια γυναίκα που παραπέμπει σε κείνη, να φαντάζουν τελικά σίγουρα όχι άχρηστες, αλλά ίσως περιττές.
Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν αποδυναμώνουν μια ταινία που μέσα σε 67 λεπτά κατορθώνει να αρθρώσει μια ολοκληρωμένη μαρτυρία για το αλλόκοτο πλάσμα που ήταν η Κατερίνα Γώγου.