Άλλη μία χρονιά, άλλη μία (ή και δύο, υπάρχει χρόνος ακόμη) ταινία της σειράς για τον Νίκολας Κέιτζ. Αναλαμβάνοντας τον ίδιο και απαράλλακτο ρόλο σε μια ίδια και απαράλλακτη ταινία από αυτές που ξερνά σε τακτά χρονικά διαστήματα πλέον, ο Κέιτζ βάζει άλλο ένα καρφί στο φέρετρο της καριέρας του και κάνει ακόμη ένα βήμα για να ξεπληρώσει ό,τι χρέη τον αναγκάζουν να συμφωνεί σε τέτοια ανεγκέφαλα πρότζεκτ, η μόνη δικαιολογία για τέτοιες επιλογές.
Σε καμία περίπτωση κινηματογραφική σαν εμπειρία ή καν κάτι το ιδιαίτερα φρέσκο, η «Απαγωγή» είναι το πάμφτωχο ξαδερφάκι του «Taken», μείον τις πετυχημένες σκηνές δράσης, τον δυνατό πρωταγωνιστή και τον καταιγιστικό ρυθμό.
Ο «μεγαλύτερος ληστής τραπεζών» (ο Κέιτζ φυσικά) βγαίνει από τη φυλακή αλλά ούτε ανάσα δεν προλαβαίνει να πάρει, αφού δέχεται τηλεφώνημα από τον, τσαντισμένο όσο δεν πάει, πρώην συνεργάτη του ότι του έχει απαγάγει την κόρη για λύτρα και εκδίκηση. Τώρα έχει λίγες ώρες και σχεδόν καθόλου βοήθεια για να ληστέψει την ίδια τράπεζα (πολλά συγχαρητήρια στον υπεύθυνο ασφαλείας της, κάνει φοβερή δουλειά) και να προλάβει τα χειρότερα, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να διαφύγει και την προσοχή της αστυνομίας.
Είναι το είδος της ταινίας όπου ο κακός (ο Τζος Λούκας, που το καταδιασκεδάζει) έχει μια λάμα αντί ποδιού, η οποία σε κάποια φάση χρησιμοποιείται ως φονικό όπλο. Το είδος της ταινίας στην οποία ο κατά τα άλλα ικανότατος και πανέξυπνος ήρωας βυθίζει στο νερό ένα αυτοκίνητο που φλέγεται για να σώσει κάποιον που είναι στο πορτ μπαγκάζ (και μετά πρέπει να τον σώσει από το νερό φυσικά). Το είδος της ταινίας που πλέον κάνει ο Κέιτζ και στον ύπνο του (δεν το αποκλείουμε όντως να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά).
Κάποιοι μπορεί να θελήσουν να την υπομείνουν στην περίπτωση που είναι τόσο κακή που καταντάει καλή. Η «Απαγωγή» δεν είναι, όμως, αρκετά αξιοσημείωτη ούτε καν γι' αυτό: είναι απλώς τόσο επώδυνα βαρετή που καταντάει ανυπόφορη, και δε θα βρείτε το κουράγιο ούτε καν να την αντιπαθήσετε περισσότερο από όσο χρειάζεται για να την ξεχάσετε στο επόμενο λεπτό.