Ξεχάστε την κλισέ εικόνα της γυναίκας-φάντασμα με τα μακριά μαύρα μαλλιά που μας κληροδότησε το ιαπωνικό σινεμά τρόμου και εξαπολύθηκε σαν λαίλαπα στον υπόλοιπο κόσμο. Το πυρετικό δημιούργημα του Κανέτο Σίντο έχει τις ρίζες του σε μια παλιά βουδιστική παραβολή, αλλά το περιεχόμενο του μακράν απέχει από το να γίνει διδακτικό.
Μαθητής του Μιζογκούτσι, ο Σίντο σκιαγραφεί τη ζωή μιας γυναίκας και της νύφης της, που ζουν στο περιθώριο της φεουδαρχικής ιαπωνικής κοινωνίας, η οποία μαστίζεται από εμφυλίους. Αποκτηνωμένες, βγάζουν τα προς το ζην δολοφονώντας εξαντλημένους σαμουράι και πουλώντας τις πανοπλίες τους. Όταν ένας γείτονας επιστρέφει από τη μάχη και ανακοινώνει τον θάνατο του γιου και συζύγου τους, η νεότερη παρασύρεται σε μια ζωώδη σχέση μαζί του.
Με φόντο ένα απέραντο, αγριευτικό λιβάδι από καλαμιές σε ανθρώπινο ύψος, ο Σίντο κινηματογραφεί τη σχέση των δύο γυναικών αλλά και το ερωτικό πάθος που γεννιέται στις πιο άγριες συνθήκες, απογυμνωμένα από κάθε ανθρώπινο συναίσθημα, με μοναδικό στόχο την επιβίωση ανεξαρτήτως τιμήματος. Η σαρκική έλξη αναδεικνύεται σε ζήτημα ζωής και θανάτου, που ακόμη και το δαιμονικό τέχνασμα της ηλικιωμένης γυναίκας –σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατήσει δίπλα της τη συνεργό στο έγκλημα και την επιβίωση– δεν θα καταφέρει να υποτάξει. Σε ένα παροξυσμικό φινάλε, ο Σίντο παντρεύει το σεξ και τον θάνατο σε μια διαβολική συνάντηση που δεν χρειάζεται το μεταφυσικό για να προκαλέσει ανατριχίλες.