Η Ιστορία είναι γνωστή κι έχει ειπωθεί αρκετές φορές: πρώην βοηθός του μεγαλοπαραγωγού Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ και πολύτιμος συνεργάτης στο γύρισμα της «Ρεβέκκα «και του «Όσα Παίρνει Ο Άνεμος», ο ρώσικης καταγωγής Βαλ Λιούτον έγινε στα τέλη του '30 επικεφαλής του b movie τμήματος της εταιρείας RKO, που ειδικευόταν τότε σε φθηνές ταινίες τρόμου. Συνεργάστηκε με τους σκηνοθέτες Ζακ Τουρνέρ, Ρόμπερτ Γουάιζ, Μαρκ Ρόμπσον και επέφερε πολύ σύντομα την επανάσταση και τη ριζοσπαστική ανανέωση σε ένα υποτιμημένο από τους πάντες είδος.
Οι εννέα δημιουργίες που υπέγραψε ως παραγωγός ο Λιούτον στη διάρκεια μιας σύντομης καριέρας και ζωής (απεβίωσε μόλις στη δεκαετία του '50) έδωσαν σχήμα και μορφή σε μια αφηρημένη, υπαινικτική αντίληψη του τρόμου. Χαρακτηριστικό τους, μια εκπληκτική έμφαση στην ατμόσφαιρα και το στοιχείο της υποβολής και του μυστηρίου.
Σε πείσμα των τάσεων της εποχής να προστρέχουν στα εφέ και τις μεταμορφώσεις του μακιγιάζ όποτε ήθελαν να κερδίσουν εύκολα την προσοχή του θεατή, οι παραγωγές του Λιούτον γίνονταν μικρά κομψοτεχνήματα ελλειπτικότητας και οικονομίας, παράξενα νουάρ που φλέρταραν έντονα με τον ψυχολογικό παράγοντα και την υποψία του μεταφυσικού.
Από αυτά τα φιλμ, το σχετικά άγνωστο «Seventh Victim» παραμένει η πιο ιδιόρρυθμη, πιθανόν, στιγμή μιας ολόκληρης καριέρας. Όχι επειδή διαλέγει να κινηθεί σε ένα περισσότερο ρεαλιστικό και πραγματιστικό επίπεδο από τις προηγούμενες ταινίες (γιατί, ειλικρινά, πόσο απόκοσμο μπορεί να αποδειχθεί το Γκρίνουιτς Βίλατζ της δεκαετίας του '40;) ούτε γιατί επιλέγει να γυρίσει εντελώς την πλάτη σε οποιαδήποτε υπόνοια υπερφυσικού. Αλλά επειδή κατορθώνει και εντυπωσιάζει έως σήμερα με τον ισχυρό πεσιμισμό και τη δυσοίωνη αίσθηση που καλλιεργεί στον θεατή, μπλέκοντας τη λατρεία του Σατανά, την αστική παράνοια και αλλοτρίωση, τον λεσβιασμό, το μελόδραμα και την αυτοκτονία στα ίδια εβδομήντα λεπτά φιλμ.
Η νύχτα και η πόλη
Οτιδήποτε σχετικό με την ανθρώπινη κατάσταση αναδεικνύει η ταινία, το κάνει μεταμφιέζοντας το στη μυστηριώδη ίντριγκα μιας εξαφάνισης. Νεαρή ορφανή (η Κιμ Χάντερ στον πρώτο της ρόλο) ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη, αναζητώντας τα ίχνη της μεγαλύτερης σε ηλικία αδερφής της. Στην διάρκεια μιας πορείας που θα την αναγκάσει να απολέσει σταδιακά την αθωότητά και την ξενοιασιά τις οποίες κουβαλούσε μέχρι πρότινος μαζί της, η ηρωίδα θα γνωρίσει έναν κυνικό ψυχίατρο, έναν απογοητευμένο ποιητή, τον προστατευτικό σύζυγο της αδερφής της, μια συμπονετική της φιλενάδα, έναν ντετέκτιβ που θα βρεθεί σύντομα μαχαιρωμένος – μια ολόκληρη σειρά ανθρώπων που είναι μάλλον βέβαιο ότι αποκρύπτουν την αλήθεια γύρω από την τύχη της χαμένης κοπέλας.
Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς, όπως αποδεικνύεται, ανήκουν σε μια κλειστή οργάνωση σατανιστών που δρα με τους δικούς της κανόνες. Την στιγμή όμως που είναι λογικό να πιστέψει κανείς ότι θα παρακολουθήσει ένα θρίλερ γύρω από τις ύποπτες δραστηριότητες αυτής της δαιμονικής σέκτας, το φιλμ αποδεικνύεται ένα ολότελα διαφορετικό και αλλόκοτο πλάσμα. Υπάρχει, βλέπεις, κάτι μακάβριο και νοσηρό στο «Seventh Victim» που δεν μπορείς να αποτινάξεις εύκολα από πάνω σου.
Στην πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα, ο Μαρκ Ρόμπσον διατηρεί αμείωτη αυτή την εντύπωση, σκηνοθετώντας διαρκώς σημάδια και σύμβολα που προοικονομούν μόνο το χειρότερο: Μια θηλιά που κρέμεται από την κορυφή ενός δωματίου με παγερή προσμονή, ένας βουβός φόνος που γίνεται εκτός κάμερας στο τέλος ενός σκοτεινού διαδρόμου (σε μια από τις ωραιότερες σκηνές του σινεμά τρόμου), άνθρωποι με συνοφρυωμένα πρόσωπα και δολερά κίνητρα και, προ πάντων, μια ψυχρή και αφιλόξενη πόλη που ρίχνει που ρίχνει σαν πεπρωμένο τις σκιές της επάνω στους ήρωες. Δρόμοι και στενά μοιάζουν να τους περικυκλώνουν. Αντικείμενα καθημερινής χρήσης (όπως ένα βαγόνι του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου) αποκτούν γι' αυτούς διαστάσεις κινδύνου (μια τακτική πρόκλησης σασπένς που συναντάμε σχεδόν σε όλα τα δημιουργήματα του Λιούτον).
Σύσσωμη η γεωγραφία της μεγαλούπολης φαίνεται να τους περικυκλώνει με τρόπο ασφυκτικό. Έρμαια αυτού του σκηνικού αλλοτρίωσης, η αθώα ηρωίδα και η καταδικασμένη από την αρχή αδελφή της παλεύουν κόντρα σε ένα εξπρεσιονιστικό ντεκόρ από τσιμέντο και ενάντια σε μια μοιραία και πιθανόν μη αναστρέψιμη επιθυμία θανάτου.
Αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής της ταινίας ο θάνατος που παρίσταται σε κάθε της πλάνο, είτε ως απειλή, είτε ως αναπόφευκτη γνώση, είτε ως αναφορά, είτε ως επιθυμία. Ξεκινα το φιλμ κλείνοντας ανατριχιαστικά το μάτι μέσα από μια ποιητική φράση που χρησιμοποιεί ως εισαγωγή ο σκηνοθέτης και το κορυφώνει σε ένα απελπισμένο και θλιβερό φινάλε που άφηνε τους θεατές της εποχής (και κάθε εποχής) με ένα αναπόφευκτο σφίξιμο στο στομάχι.
Για όλους αυτούς τους λόγους χρειάστηκε αρκετός καιρός μέχρι να κερδίσει το «Seventh Victim» τη θέση που είναι βέβαιο ότι του άξιζε στη φιλμογραφία του Βαλ Λιούτον. Η εισπρακτική αποτυχία της ταινίας και η σχεδόν αρνητική αντιμετώπισή που της επιφύλαξαν οι κριτικοί δεν τη βοήθησαν να αφήσει τη σφραγίδα της στο χρόνο με την ίδια ευκολία που το κατάφεραν οι «Άνθρωποι Γάτες» ή το «Περπάτησα Μ' Ένα Ζόμπι».
Από τα μειονεκτήματα που της αναγνώριζαν οι πιο πολλοί, το συνηθέστερο είχε να κάνει με τη φορτωμένη πλοκή, που έδειχνε να δυσανασχετεί στη λακωνική μία και κάτι ώρα της συνολικής διάρκειας – ισχυρισμός όχι παντελώς άστοχος, αν σκεφτεί κανείς ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πληθωρικότατο σε διαλόγους και καταστάσεις φιλμ. Με τη ριζική επανεκτίμηση που δέχτηκε μεταγενέστερα το έργο του δαιμόνιου παραγωγού, η πιο υποτιμημένη του δημιουργία αναγνωρίστηκε εκ νέου: όχι μόνο για την επιρροή που άσκησε σε κλασσικές ταινίες όπως το «Μωρό της Ρόζμαρι», αλλά και για τον θαρραλέο με τον οποίο διάλεγε να διαβεί σκοτεινούς θεματικά διαδρόμους, σε μια εποχή στην οποία το σινεμά δεν το συνήθιζε καθόλου...