Το 1944 ο Χάμφρει Μπόγκαρτ, που είχε ήδη μπει για τα καλά στα δεύτερα -άντα της ζωής του, θα συναντούσε επί της οθόνης τη... μετά βίας εικοσάχρονη Λορίν Μπακόλ στο κινηματογραφικό ντεμπούτο της, με τίτλο To Have And Have Not. Το κοινό αντάμειψε και με το παραπάνω τη χημεία των δύο πρωταγωνιστών, αλλά και το μαγικό άγγιγμα του σκηνοθέτη της ταινίας, Χάουαρντ Χοκς. Όπως ήταν φυσικό, οι αδελφοί Γουόρνερ γλυκάθηκαν από την επιτυχία και ζήτησαν από τον Χοκς το πολυπόθητο encore.
Play it again, Howard
Χωρίς να χρονοτριβεί, ο Χοκς απάντησε ότι χρειάζεται το ποσό των 50.000 δολαρίων για να αγοράσει τα δικαιώματα ενός λογοτεχνικού έργου, το οποίο θα μετουσίωνε σε ιδανικό «όχημα» για τους Μπόγκαρτ – Μπακόλ. Επρόκειτο για το αστυνομικό μυθιστόρημα «The Big Sleep» του Ρέιμοντ Τσάντλερ, ενός εκ των δύο πατριαρχών του νουάρ μυθιστορήματος (ο άλλος είναι ο Ντάσιελ Χάμετ). Από τα παραπάνω χρήματα, ο Τσάντλερ εισέπραξε τελικά μόνο 5.000 δολάρια. Κι όμως, δε θα δίσταζε να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι όταν παρακολουθούσε την τελική εκδοχή του φιλμ, ομολογώντας ότι ο Χοκς άξιζε το συντριπτικά μεγαλύτερο μερίδιό του για την απαιτητική δουλειά της σεναριακής προσαρμογής. Ποιοι ήταν οι μεγαλύτεροι σκόπελοι που συνάντησε στο δρόμο του;
Πρώτον, η ανάγκη να δοθούν τα χαρακτηριστικά ενός σέξι και αστείου «πακέτου διασκέδασης» στη βαθιά υπαρξιακή αγωνία που διαποτίζει το το μυθιστόρημα του Τσάντλερ. Κατά δεύτερον, οι δαγκάνες της λογοκρισίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Γουόρνερ είχαν φλερτάρει ξανά στο παρελθόν με την κινηματογραφική αξιοποίηση του Τσάντλερ και του ήρωά του Φίλιπ Μάρλοου... Πώς να πείσεις όμως τους λογοκριτές να κάνουν τα στραβά μάτια σε ένα κοκτέιλ νυμφομανίας, ομοφυλοφιλίας και αστυνομικής διαφθοράς; Σα να μην έφταναν αυτά, το τέλος της ιστορίας άφηνε να υπονοηθεί ότι ο Μάρλοου είχε μείνει ατιμώρητος για φόνο. Συνεπώς, το μοναδικό όπλο του Χοκς και των σεναριογράφων του Γουίλιαμ Φόκνερ, Λι Μπράκετ και Τζουλς Φέρθμαν δεν ήταν άλλο από τους διπλωματικούς χειρισμούς του υλικού και τους συνεχείς υπαινιγμούς. Ειδικά σε αυτή την πρώτη φάση της δημιουργίας του Μεγάλου Ύπνου, οι περισσότερες «πικάντικες» σκηνές δεν εμφανίζονταν στην οθόνη, αλλά κατευθείαν στο μυαλό του θεατή. Η άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή η ασυγκράτητη τελειομανία του Χοκς στην επεξεργασία του σεναρίου, οδήγησε στην καταστρατήγηση του χρονοδιαγράμματος κατά 34 ολόκληρες ημέρες, εξαιτίας των αλλαγών της τελευταίας στιγμής. Την παρτίδα έσωσε η σκωτσέζικη εγκράτεια που επέδειξε ο σκηνοθέτης σε άλλους τομείς της παραγωγής, με αποτέλεσμα η συνολική υπέρβαση του προϋπολογισμού να περιοριστεί στα 15.000 δολάρια.
Ένας έρωτας μεγάλος
Όπως προαναφέραμε, το μεγαλύτερο δέλεαρ για την προσέλκυση του κοινού ήταν η επανένωση του ζευγαριού Μπόγκαρτ-Μπακόλ, το οποίο είχε επαληθεύσει ότι ο έρως χρόνια δεν κοιτά, μεταφέροντας το ρομάντζο εκτός οθόνης. Σύμφωνα με τις... καλές γλώσσες, ωστόσο, ο Μπόγκαρτ προσπάθησε να μείνει μακριά από την Μπακόλ προκειμένου να δώσει μια τελευταία ευκαιρία στον γάμο του με τη Μέγιο Μέθοτ ή τουλάχιστον να τη βοηθήσει να κόψει το ποτό. Όπως και να 'χει, η συνάντηση τους για τις ανάγκες του Μεγάλου Ύπνου έκανε την Μπακόλ να χάσει τον ύπνο της, να πάσχει από ακατάσχετο τρέμουλο και άλλα συμπτώματα που ταιριάζουν σε μια ερωτευμένη κορασίδα, αλλά δεν κράτησαν για πολύ: σύντομα το πάθος των δύο ηθοποιών θα φούντωνε ξανά, φέρνοντας τον Μπόγκαρτ σε οριστική διάσταση με τη σύζυγο του και κάνοντας τον κομματάκι πιο επιρρεπή στο αλκοόλ. Η συγκεκριμένη ιστορία έχει πάντως χάπι εντ, καθώς τα παραπάνω μπερδέματα δεν προκάλεσαν επιπλοκές στην ολοκλήρωση των γυρισμάτων και οδήγησαν λίγο αργότερα στην ανταλλαγή γαμήλιων όρκων.
Ο πραγματικός έρωτας δεν χρειαζόταν τονωτικές ενέσεις, αλλά δεν συνέβαινε το ίδιο και με τον κινηματογραφικό. Μια δοκιμαστική προβολή του Μεγάλου Ύπνου το 1945 συνάντησε τη μουδιασμένη ανταπόκριση του κοινού, κυρίως λόγω της ισχνής συνύπαρξης των δύο σταρ εντός του κάδρου. Αυτή την αφορμή έψαχνε ο ατζέντης της Μπακόλ, Τσαρλς Φέλντμαν, για να ασκήσει πιέσεις ώστε ο ρόλος της να σχεδιαστεί ξανά. Η Warner τον αγνόησε, μέχρι που το άλλο μεγάλο στοίχημα της Μπακόλ με τίτλο Confidential Agent (1945) αποδείχθηκε ολοσχερής εμπορική και καλλιτεχνική καταστροφή. Το τι εκτυλίχθηκε στο παρασκήνιο από 'κει και πέρα παραμένει ελαφρώς σκοτεινό, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Χοκς θα έμπαινε ξανά στο πλατό το Νοέμβριο του 1945. Ο Φέλντμαν έτριβε ικανοποιημένος τα χέρια του.
Σπάζοντας (;) τον κώδικα
Κακά τα ψέματα, το γύρισμα των έξτρα σκηνών χάρισε στην ταινία μερικές από τις πιο θρυλικές στιγμές της, με πιο χαρακτηριστική όλων την περίφημη συζήτηση περί... αλόγων και ιπποδρόμων. Έβαλε, επίσης, τα θεμέλια στο μύθο του πιο ακατανόητου φιλμ νουάρ όλων των εποχών, καθώς στη δεύτερη βερσιόν η ανάγκη για μια λογική (και πιο εμπορική) διάρκεια πετσόκοψε μια σειρά από επεξηγηματικές σκηνές, Για δεκαετίες ολόκληρες, λοιπόν, οι φαν της ταινίας προσπαθούσαν να βγάλουν άκρη με τα αλλεπάλληλα «ποιος-σκότωσε-ποιον» της πλοκής. Οι... απορίες κράτησαν μέχρι το 1997, όταν μια πλήρως αποκατεστημένη κόπια του αρχικού Μεγάλου Ύπνου διέλυε τα σύννεφα των αμφιβολιών αλλά και των πιο γοητευτικών μύθων...