Η ταινία που ο Χίτσκοκ ανέφερε ως την αγαπημένη του. Αφηγείται την ιστορία του Τσάρλι, ενός δολοφόνου πλούσιων γυναικών, που έρχεται να μείνει στο σπίτι της αδελφή του σε μια επαρχιακή πόλη και ασκεί μια περίεργη έλξη στην ανιψιά του. Πέρα από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάπτυξη του οιδιπόδειου συμπλέγματος (οι σχέσεις θείου - ανιψιάς) και τις ενοχές που συνοδεύουν μια έφηβο καθώς ανακαλύπτει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, η ταινία εντυπωσιάζει για την παραστατικότητα με την οποία καταγράφει την ατμόσφαιρα και το μικρόκοσμο μιας αμερικάνικης επαρχιακής κωμόπολης. Σε σημείο μάλιστα που έκανε πολλούς κριτικούς να μιλήσουν για το πρώτο ρεαλιστικό έργο στη φιλμογραφία του Χίτσκοκ. Όταν ο Χίτσκοκ ερωτήθηκε για την ταινία, απάντησε ότι ήθελε να σπάσει το στερεότυπο ότι οι κακοί (φονιάδες, ληστές, κ.τ.λ.) έχουν άγρια χαρακτηριστικά. Διότι και μια συμπαθής μορφή μπορεί να κρύβει κάτι εσωτερικό, το οποίο δεν είναι καθόλου καλό. Αυτή είναι στην ουσία η χιτσκοκική έννοια του τρόμου.
Όταν η οικογένεια Νιούτον που κατοικεί στην Σάντα Ρόζα μαθαίνει ότι ο θείος Τσάρλι (αδελφός της συζύγου) θα έρθει να μείνει για λίγο καιρό μαζί τους, επικρατεί μεγάλη χαρά, ιδιαίτερα στην ανηψιά του Τσάρλι (συνονόματοι), η οποία του έχει ιδιαίτερη αδυναμία. Πράγματι, ο θείος Τσάρλι είναι ένας γλυκός άνθρωπος με ωραία χαρακτηριστικά, που εύκολα αποσπά συμπάθειες. Όμως πίσω από την χαρούμενη φιγούρα του κρύβεται ένας καθ’ έξιν φονιάς. Καταζητείται από την αστυνομία για κάποιους φόνους ώριμων γυναικών. Η ανηψιά του (που προσπαθεί να βρίσκεται συνεχώς μαζί του) αρχίζει να προβληματίζεται από κάποια αλλόκοτα στοιχεία της συμπεριφοράς του θείου της, ενώ αργότερα – εξ αιτίας της παρουσίας κάποιων αστυνομικών στη Σάντα Ρόζα – θα αρχίσει να έχει σοβαρές υποψίες ότι ο δολοφόνος γυναικών που διάβαζε στις εφημερίδες μπορεί να έχει σχέση με τον θείο Τσάρλι.