Άλλη Μια Νύχτα

03.06.2012
Σκληρές εικόνες της ριγκανικής Νέας Υόρκης μέσα από το πορτρέτο των μελών μιας διαλυμένης οικογένειας. Αγκιστρωμένο επίμονα σε ένα κλίμα ακραίας παρακμής, το φιλμ αφήνει την αίσθηση του ανολοκλήρωτου.

Το 2002 ο Βρετανός Πολ Βάιτζ είχε γράψει και σκηνοθετήσει, σε παραγωγή του Ρόμπερτ Ντε Νίρο, το «Για ένα αγόρι», το χιουμοριστικό χρονικό της «γνωριμίας» ανάμεσα σε έναν ανέμελο 40άρη πλεϊμπόι (Χιου Γκραντ) και τον 11χρονο γιο του, του οποίου την ύπαρξη μέχρι πρότινος αγνοούσε.

Μια δεκαετία μετά, ο Βάιτζ ξανασυναντά τον Ντε Νίρο στο «Αλλη μια νύχτα», εδώ μονάχα ως πρωταγωνιστή, στη δημιουργία μιας άλλου τύπου, πιο δραματικής και σκοτεινότερης σε τόνους, ιστορίας επανασύνδεσης πατέρα και γιου, με φόντο τις φτωχογειτονιές και τα άσυλα αστέγων της Νέας Υόρκης.

Πηγή του σεναρίου το βιωματικό βιβλίο «Another bullshit night in Suck City» (Αλλη μια σκατένια νύχτα στη Βρωμόπολη) του Νικ Φλιν, ο οποίος, διά του Πολ Ντέινο («Θα χυθεί αίμα»), είναι το κεντρικό πρόσωπο και ο αφηγητής της ιστορίας: ένας ορφανεμένος από μητέρα νεαρός συγγραφέας που αγωνίζεται να βρει τον δρόμο του στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του '80.

Επίκεντρο του δράματος γίνεται η θυελλώδης σχέση του με τον από χρόνια εξαφανισμένο πατέρα του, έναν ταξιτζή που περνιέται ως ένας από τους σπουδαιότερους -πλην ανέκδοτους- συγγραφείς της αμερικανικής λογοτεχνίας.

Ο Νικ πρωτοσυναντά τον γηραιό Τζόναθαν μετά από ξαφνικό αίτημα του τελευταίου να τον βοηθήσει σε μια μετακόμιση και, λίγους μήνες μετά, τον ξαναβρίσκει ως τρόφιμο στο άσυλο αστέγων όπου εργάζεται ως εθελοντής.

Η δυσπροσαρμογή του αλκοολικού Τζόναθαν στο νέο περιβάλλον (και η ακόλουθη εκδίωξή του πίσω στους δρόμους) και η προσπάθεια του Νικ να συντηρήσει τη σχέση του με μια συνάδελφό του διατρέχουν το «Αλλη μια νύχτα» παράλληλα με τα θέματα της ψυχολογικής και σωματικής τους παρακμής (αμφότεροι εθίζονται όλο και περισσότερο σε καταχρήσεις ουσιών) και, ευρύτερα, της οικογενειακής και κοινωνικής αποξένωσης στο χαοτικό μητροπολιτικό κέντρο.

Υπάρχει μια μιζέρια για τη... μιζέρια σε τούτο το τελευταίο, όπως και μια υπερβολή στον μισανθρωπισμό του Τζόναθαν, που δεν δικαιολογούνται με επάρκεια από τη σεναριακή προσαρμογή.

Μια αίσθηση δραματικού κενού, δηλαδή, που όμως ισοφαρίζεται από τη σωστή διεύθυνση των ηθοποιών και τις εντάσεις τόσο στα διαλογικά μέρη όσο και την ερμηνεία του Ρόμπερτ Ντε Νίρο, που εδώ θυμάται κάτι από τον παλιό, καλό του εαυτό.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ