Ακόμα και στους μεγαλύτερους καλλιτέχνες επιτρέπεται ένα ολίσθημα, μια λάθος κίνηση. Κανείς δεν επέτρεψε κάτι τέτοιο στον Ντέιβιντ Λιν, όταν κυκλοφόρησε την Κόρη του Ράιαν στις αίθουσες. Στο τέλος μιας δεκαετίας που έκανε το όνομα του Λιν συνυφασμένο με μυθικά φιλμ (Λόρενς Της Αραβίας, Δόκτωρ Ζιβάγκο), η αδικαιολόγητα υποτιμημένη Κόρη έδινε επιτέλους την αφορμή που πολλοί γύρευαν για να χτυπήσουν έναν δημιουργό, ο οποίος βρισκόταν διαρκώς στο απυρόβλητο.
Για την πιο αντιδραστική μερίδα της κριτικής, ο Λιν εκπροσωπούσε πλέον το παλιομοδίτικο κατεστημένο, στον αντίποδα ενός σινεμά που άλλαζε διαρκώς προς πιο ρεαλιστικές μεθόδους γραφής. Για όσους τον ζήλευαν, ο Βρετανός σκηνοθέτης φάνταζε ως ένας ξέφρενος μεγαλομανής που ξόδευε χρήματα ασυστόλως. Για τους πιο ένθερμους θαυμαστές του, Η Κόρη του Ράιαν δυστυχούσε απλώς στο ότι δεν έμοιαζε ακριβώς αντάξια των υπερβολικά μεγάλων προσδοκιών.
Για τις ανάγκες αυτού που έμελλε να αποτελέσει την μεγαλύτερη εισπρακτική αποτυχία της καριέρας του, ο Λιν αποσύρθηκε με πολυμελές συνεργείο σε κάποια από τις αχανείς και διαρκώς ανταριασμένες ιρλανδικές ακτές, για να τοποθετήσει εκεί την θλιμμένη ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου. Με σκηνικό ένα απόμερο χωριό την εποχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και τις προσπάθειες των ντόπιων να υπονομεύσουν τη βρετανική στρατιωτική παρουσία, το μελαγχολικό ρομάντζο που συνέδεε την εξιστόρηση μιας καταδικασμένης αγάπης με το (σταθερά προσφιλές στον σκηνοθέτη) μοτίβο του μεγαλόπνοου έρωτα σε καιρό πολέμου.
Στα διακόσια περίπου λεπτά που διαρκεί το φιλμ, ο μικρόκοσμος του χωριού ξεδιπλώνεται στην οθόνη επιδέξια μέσα από ένα πλήθος δευτεραγωνιστών, η μαγευτική Φύση που λατρεύει να απαθανατίζει ο σκηνοθέτης κάνει διαρκώς αισθητή την παρουσία της μέσα από επιβλητικές λιακάδες και θεόρατες θεομηνίες και οι προσωπικές ιστορίες των ηρώων μπλέκονται για πολλοστή φορά με τη ροή της Ιστορίας.
Γνωρίζοντας τον Λιν από τις bigger than life διαστάσεις που αρέσκεται να προσδίδει στα πράγματα, θα έλεγε, εντούτοις, κανείς ότι ο τόνος του πομπώδους και του επικού ίσως να μην ταίριαζε τελικά σε κάτι το τόσο ερωτικό και ιδιαίτερο όσο ο εύθραυστος ρομαντικός κόσμος της Κόρης του Ράιαν. Ακόμη κι αν συμφωνήσουμε με αυτό, όμως, η ταινία παραμένει ένα θεσπέσιο πλάσμα με μυστήριες και διαρκώς απρόβλεπτες διαθέσεις, απαράμιλλη ομορφιά και σκηνές απίστευτου μεγαλείου (όπως το ανυπέρβλητο κομμάτι της θύελλας), που αρκούν για να της αποδώσουν την αναγνώριση που της αξίζει. Έστω και με τέσσερις δεκαετίες καθυστέρηση...