Human Condition (1959-1961)

06.01.2012
Σε μια φιλμογραφία που η θεματολογία της ορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αντίσταση στην εξουσία, τους τύπους και τα κενά αξιώματα, η «Ανθρώπινη Κατάσταση» αποτελεί όχι απαραίτητα την καλύτερη ταινία του Κομπαγιάσι, σίγουρα όμως το αποκορύφωμα των προβληματισμών του, τους οποίους εδώ μεταφέρει σε ένα πιο σύγχρονο πεδίο από την φεουδαρχική Ιαπωνία, όπου εκτυλίσσονται το αριστουργηματικό «Harakiri» και το «Samurai Rebellion».

Χωρισμένος σε τρία τμήματα, που προβλήθηκαν αρχικά ως ξεχωριστές ταινίες στο διάστημα μεταξύ 1959-1961, ο κινηματογραφικός αυτός άθλος, που χρειάστηκε πάνω από τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί, βασίζεται στο αντίστοιχα επικών διαστάσεων εξάτομο μυθιστόρημα του Τζουνπέι Γκομικάουα. Όμως πέρα από τις λογοτεχνικές καταβολές της, η «Ανθρώπινη Κατάσταση» στηρίζεται επίσης στις προσωπικές εμπειρίες του Κομπαγιάσι, ο οποίος υπηρέτησε στην Μαντσουρία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και, ως αμετανόητος ειρηνιστής, αρνήθηκε κατ’ επανάληψη να προαχθεί σε κάτι περισσότερο από απλός στρατιώτης.

Σε μια φιλμογραφία που η θεματολογία της ορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αντίσταση στην εξουσία, τους τύπους και τα κενά αξιώματα, η «Ανθρώπινη Κατάσταση» αποτελεί όχι απαραίτητα την καλύτερη ταινία του Κομπαγιάσι, σίγουρα όμως το αποκορύφωμα των προβληματισμών του, τους οποίους εδώ μεταφέρει σε ένα πιο σύγχρονο πεδίο από την φεουδαρχική Ιαπωνία, όπου εκτυλίσσονται το αριστουργηματικό «Harakiri» και το «Samurai Rebellion».

Το φιλμ ποταμός, συνολικής διάρκειας εννιάμιση ωρών, παρακολουθεί την πορεία του αφελούς, ιδεαλιστή Κάτζι από επιστάτης στρατοπέδου εργασίας στην Κίνα σε στρατιώτη του Αυτοκρατορικού Στρατού και στη συνέχεια αιχμάλωτο των σοβιετικών στρατευμάτων. Φορέας μιας σχεδόν πεισματικής πίστης στους ανθρώπους, που πηγάζει όχι μόνο από τις αριστερές πεποιθήσεις του αλλά και από μια έμφυτη αγνότητα, ο Κάτζι θα βρεθεί διαδοχικά αντιμέτωπος με τον κυνισμό και την καχυποψία, την γραφειοκρατία και την διαφθορά, την κοινωνική αδικία και την στρατιωτική βία.

Σε κάθε του βήμα, βλέπει τις πεποιθήσεις του να κλονίζονται με τον πλέον βάναυσο τρόπο και κάθε απεγνωσμένη προσπάθειά του να διατηρήσει την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά του να αποβαίνει σχεδόν μοιραία για τον ίδιο και όσους προσπαθεί να προστατεύσει. Η ανιδιοτέλεια, το αίσθημα δικαίου και η εμμονή του Κάτζι στην ηθική και τις αρχές του είναι τα ταπεινά του όπλα ενάντια στην αποκτήνωση, στην οποία εύκολα θα μπορούσαν να τον εξαναγκάσουν οι συνθήκες και η φρίκη του πολέμου – καταλήγουν όμως σχεδόν τρέλα, μια αγαθών προθέσεων παράνοια που τον οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην μοναξιά, την απελπισία και εν τέλει την καταστροφή, δίχως να έχει προκαλέσει την παραμικρή ζημιά σε ένα σύστημα εκ θεμελίων σάπιο.

Φέροντας διαρκώς τη μοναχική φιγούρα του Κάτζι κόντρα στο ρεύμα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, φτάνοντας να τον καδράρει ακόμα και ενάντια στα στοιχεία της φύσης, ο Κομπαγιάσι αντιπαραθέτει το ατομικό στο συλλογικό σαν έναν διαρκή, άνισο αγώνα, μίλια μακριά από τους όποιους σχηματικούς ηρωισμούς, παρά το κυρίαρχο (αντι)πολεμικό φόντο. Διόλου τυχαία χρειάστηκε να απειλήσει με αποχώρηση το στούντιο της Σοτσίκου προκειμένου να εγκρίνουν το ζοφερό όραμά του.

Η φιλοδοξία του να αναδείξει την ανθρώπινη συνείδηση κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες σκοντάφτει μονάχα σε μερικές στιγμές διδακτισμού που ωστόσο δεν αφαιρούν τίποτα από τη σαρωτική δύναμη του φιλμ. Μοιραία το αποτέλεσμα είναι εξουθενωτικό όχι τόσο λόγω διάρκειας αλλά κυρίως εξαιτίας του αβάσταχτου πεσιμισμού που το διακατέχει. Ακόμα κι έτσι, το σπαρακτικό φινάλε φαντάζει σχεδόν εξαγνιστικό έπειτα απ’ όσα έχουν προηγηθεί, με τον Κομπαγιάσι να έχει χτίσει μια ατμόσφαιρα αμείωτης έντασης και τρόμου που διακόπτεται μονάχα από ελάχιστες στιγμές καταδικασμένης – και γι’ αυτό εξίσου τραγικής – γαλήνης.

Ωστόσο η αισθητικά μεγαλειώδης κινηματογράφηση κάνει την παρακολούθηση αν όχι ευχάριστη, τουλάχιστον συναρπαστική. Όσο για τον σχετικά άπειρο ακόμα πρωταγωνιστή Τατσούγια Νακαντάι, προσωπική ανακάλυψη του Κομπαγιάσι και μόνιμος πρωταγωνιστής του ίδιου και αργότερα και του Κουροσάουα, μαγνητίζει, καθώς αντιστέκεται – ενίοτε βουβά – στον ορυμαγδό εμποδίων, αποτελώντας για τον θεατή, το συναισθηματικό αντίβαρο στο υπαρξιακό έπος του Κομπαγιάσι.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ