Για τους ανθρώπους της Ντίσνεϊ, η εποχή του «Βασιλιά του Λιονταριών» πρέπει να είναι μια γλυκόπικρη ανάμνηση. Από τη μια, η ταινία ήρθε στο τέλος ενός ανεπανάληπτου σερί επιτυχιών, εμπορικών αλλά κυρίως καλλιτεχνικών, που έστειλαν την εταιρεία στην κορυφή και εδραίωσαν την φήμη της ως κυρίαρχης στο χώρο, αλλά και στην ευρύτερη ποπ κουλτούρα – οι Ντίσνεϊ πριγκίπισσες είχαν επιστρέψει για τα καλά.
Από την άλλη, η τερατώδης επιτυχία κάνει την συνέχεια να φαίνεται ακόμα πιο μελαγχολική - απλά τα πράγματα δεν θα ήταν ποτέ τόσο χρυσαφένια. Μια σειρά από ατυχείς επιλογές που πρόδιδαν προχειρότητα και έλλειψη έμπνευσης (δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο «Ηρακλής» ήρθε μόλις τρία χρόνια αργότερα) έβαλαν σε κίνδυνο την παντοδυναμία της εταιρείας, που μόνο πρόσφατα ανακάμπτει χάρη στην ισχύ της σχεδόν αλάνθαστης Pixar.
Είτε θέλοντας μια νέα γενιά να ανακαλύψει τις μεγάλες της επιτυχίες είτε θέλοντας απλά να βγάλει εύκολα χρήματα (κυνικό αλλά πιο πιθανό), η Ντίσνεϊ ξαναεπισκέπτεται λοιπόν την δεκαετία της ‘Αναγέννησής’ της και επανακυκλοφορεί τα δυνατά χαρτιά του παρελθόντος, με πρώτο και καλύτερο τον «Βασιλιά», το αποκορύφωμα των δυνατοτήτων της και της επιτυχίας της.
Τα καλά νέα είναι ότι αυτός δεν την προδίδει στο ελάχιστο: η σοφά δομημένη, βαθιά συγκινητική πλοκή, τα εκπληκτικής ομορφιάς, ζωγραφισμένα στο χέρι σχέδια και τα υπέροχα τραγούδια δεν αφήνουν να φανεί ούτε μια ρυτίδα, παρά το πέρασμα του χρόνου. Η επανέκδοση προσφέρει ένα σίγουρα καλοφτιαγμένο 3D, που, όμως, για άλλη μια φορά δεν προσθέτει κάτι το πραγματικά σημαντικό για να δικαιολογεί την ύπαρξή του. Εξάλλου, είναι η ίδια η κεντρική ιστορία που θα εξασφαλίσει στην ταινία την αιωνιότητα - πληρώστε για να ξαναδείτε την (ήδη εντυπωσιακότατη) σκηνή με τις αφηνιασμένες αντιλόπες σε 3D αλλά κυρίως για να κλάψετε για ακόμα μια φορά με την σπαρακτική σκηνή που την ακολουθεί.
Χριστίνα Λιάπη