Κάπου ανάμεσα στο πειραματικό ντοκιμαντέρ και την πρωτοποριακή μυθοπλασία, ο 75χρονος σήμερα Βρετανός σκηνοθέτης Πίτερ Γουάτκινς καταθέτει ένα έργο ποταμό 345 λεπτών και συνδέει το σημερινό πολιτικό γίγνεσθαι με το ιστορικό παρελθόν.
Γυρισμένο το 2000 και μέσα σε 13 μόλις ημέρες, σε ένα παλιό εργοστάσιο έξω από το Παρίσι, το έργο του Γουότκινς στηρίζεται πάνω σε 220 ερασιτέχνες ηθοποιούς, αρκετοί από τους οποίους είναι οικονομικοί μετανάστες από την Βόρειο Αφρική. Επίσης δεν έχει καθόλου ντεκόρ (τα κοστούμια πάντως είναι εντυπωσιακά) ενώ η δομή του θυμίζει κάποιες φορές ένα άλλο θρυλικό ιστορικό –ιδεολογικό δράμα: το «1789» της Αριάν Μνούσκιν.
Αμέσως μετά το τέλος του Γαλλοπρωσικού πολέμου του 1870 και την συντριβή των γαλλικών δυνάμεων, εργάτες και ριζοσπάστες διανοούμενοι επαναστάτησαν, κατέλαβαν το Παρίσι την 18 Μαρτίου του 1871, έκαναν ελεύθερες εκλογές, έφτιαξαν νόμους και τελικά διοίκησαν την πόλη για δύο μήνες. Το πείραμα έληξε τον Μάιο του ίδιου χρόνου με την «Ματωμένη Εβδομάδα» όταν οι κυβερνητικές δυνάμεις κατέσφαξαν χιλιάδες επαναστάτες, αλλά και αμάχους άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ενώ ακόμη περισσότεροι εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.
Η σύντομη αυτή ρομαντική και τραγική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας (για την οποία κανείς δεν μιλάει σήμερα) γίνεται στην ταινία του Γουότκινς θέμα μελέτης και διαλεκτικής αναπαράστασης: όλα τα γεγονότα υποτίθεται ότι καλύπτονται από δυο τηλεοπτικά συνεργεία την στιγμή που γίνονται -το 1871 δηλαδή. Όσο για τους ηθοποιούς, αυτοί υποδύονται τους ρόλους τους, αλλά ταυτόχρονα συμμετέχουν και στην οργάνωση του κινηματογραφικού υλικού και το ξεδίπλωμα της αφήγησης, προκαλώντας ερωτήματα και θέματα για σκέψη.
Και σε όσους θα πουν ότι «αυτό δεν είναι σινεμά», απαντώ ότι έχουν δίκιο. «Η Κομμούνα» είναι μια σύνθετη ιστορική και πολιτική μελέτη που εμπεριέχει τις κινούμενες εικόνες σε όλες τους της εκδοχές και ταυτόχρονα και την ίδια την υπονόμευσή τους και την συνεχή κριτική. Κι ακόμη το ιστορικό δοκίμιο, την (απλοϊκή ορισμένες φορές) πολιτική μπροσούρα, την θεατρική πράξη, την λογοτεχνική έκταση.
Ορέστης Ανδρεαδάκης