Μακριά από την απελπισμένη σπουδή θανάτου του Βέντερς («Αμερικανός Φίλος»), τον ντελικάτο κυνισμό της Καβάνι («Το Παιχνίδι Του Ρίπλεϊ») και το ταραγμένο πορτρέτο δια χειρός Μινγκέλα («Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ»), ο Κλεμάν διασκευάζει το μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ ως ένα παιχνίδι σασπένς και αποπλάνησης. Κάτω από το βλέμμα του ήλιου, τα βλέμματα των ηρώων κυκλοφορούν σαν πυροβολισμοί με σιγαστήρα και οι στρατηγικές εκμετάλλευσης εφαρμόζονται σε κάθε πιθανό συνδυασμό. Ο φιλμικός χρόνος ενός ταξιδιού με ιστιοπλοϊκό επιμηκύνεται, τα μετά βίας ντυμένα κορμιά μοιάζουν να συμμετέχουν σε μια παρτίδα σκάκι και, χωρίς να χυθεί αίμα, συνειδητοποιούμε ότι μόνο όποιος στερείται ηθικής αντίστασης μπορεί να φτάσει μέχρι το τέρμα.
Αυτόν ακριβώς τον Ρίπλεϊ οραματίζεται ο Κλεμάν και ενσαρκώνει ιδανικά ο Ντελόν. Επιδέξιος σαγηνευτής και χειριστής ανθρώπων, σύμφωνοι, αλλά στην ουσία ένα εκμαγείο που στερείται ταυτότητας.
Και τι εκμαγείο: ο 24χρονος Ντελόν, εν πλήρει συνειδήσει κινούμενο έργο τέχνης μέσα στην πανέμορφη ιταλική ενδοχώρα, ρυθμίζει τη «θερμοκρασία» και της παραμικρής του χειρονομίας ώστε να συνταιριάζει το άψυχο αυτόματο με τον τραγικό ήρωα. Ο οποίος επιστρατεύει την πλαστοπροσωπία ως το ύστατο μέσο εσωτερικής πλήρωσης, αλλά παραμένει πεισματικά άδειος.
Σαν την ελλειπτική κορύφωση του σασπένς που, ακόμα κι αν αφήνει την υπόνοια μιας συμβατικής λύτρωσης, συνεχίζει να αποπλανεί ως μια ηλιοκαμένη μαγική εικόνα.
Κωνσταντίνος Σαμαράς