Πανέξυπνη χειραγώγηση αρχείων, καίρια συνδυασμένη με πλαστές μαρτυρίες ηθοποιών, συνθέτουν ένα «διαφορετικό» προφίλ του τρέχοντος πρωθυπουργού της Δανίας Άντερς Φογκ Ρασμούσεν, που σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα έστελνε το σκηνοθέτη κατευθείαν στη φυλακή! Ξεκινώντας με αντίστροφη χρονολογική σειρά, το καλοστημένο αυτό ψευδοντοκιμαντέρ ξεκινάει από τη δολοφονία του πρωθυπουργού (!), πριν βουτήξει στο ένοχο ομοφυλοφιλικό παρελθόν του και συγκεκριμένα στην παθιασμένη σχέση του με αλκοολικό πανκ πόρνο, που στάθηκε γι’ αυτόν η αρχή του τέλους! Για όσους δεν γνωρίζουν από βορειοευρωπαϊκή πολιτική, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ρασμούσεν όχι μόνο ζει και βασιλεύει, αλλά διαθέτει γυναίκα και τρία παιδιά, καθώς και μια αξιοπρόσεκτη δανέζικη «ανοχή» απέναντι σε τέτοιου είδους «δυσφημιστικές» απόπειρες!
Εναλλάσσοντας πραγματικές μαρτυρίες με ηθοποιούς, και αυθεντικό τηλεοπτικό υλικό με πλαστά «αρχεία», το εντυπωσιακό ντεμπούτο του νεαρού Μόρτεν Χαρτς Κάπλερς - που έχει κρατήσει για τον εαυτό του το ρόλο του επαναστάτη εραστή - διηγείται τις ιστορίες των δύο αντρών σε παράλληλο μοντάζ χωρίς να αποκαλύπτει αρχικά τη σχέση τους. Παρακολουθώντας την άνοδο του Ρασμούσεν στην εξουσία, τίποτα δεν σε προετοιμάζει για τη στιγμή που υποτιθέμενη Δανέζα πολιτικός αποκαλύπτει με απόλυτη φυσικότητα το συνδετικό κρίκο: «Όλοι φυσικά ήξεραν ότι ήταν ομοφυλόφιλος!».
Χρεώνοντας το ξαφνικό ενδιαφέρον του Ρασμούσεν για τον Τρίτο Κόσμο στην ανθρωπιστική επιρροή του αναρχικού εραστή του, ο Κάπλερς επισκέπτεται την Αφρική γυρνώντας εξόχως πειστικό υλικό με ελαττωματικό ήχο και κακογυρισμένα πλάνα που σε κάνουν να αναρωτιέσαι πόση αλήθεια και πόσο ψέμα κρύβουν τελικά όλα αυτά...
Η απόγνωση του νεαρού Εμίλ, όταν ο Ρασμούσεν τον εγκαταλείπει για χάρη της καριέρας του, είναι σχεδόν χειροπιαστή και παρά τον πλεονασμό talking heads - ένα μάλλον συμβατικό αφηγηματικό μηχανισμό - το AFR διαθέτει δυναμική και στιλ που σε ελάχιστα σημεία χάνει το ρυθμό της. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσπάθεια που απέσπασε το περίοπτο Tiger Award στο φεστιβάλ του Ρότερνταμ, ίσως δεν έχει το απαραίτητο crossover appeal για να προσελκύσει μη ντοκιμαντερόφιλο κοινό και η καυστική ειρωνεία της κινδυνεύει να χαθεί παντελώς, απέναντι σε ένα ανυποψίαστο κοινό που ενδεχομένως να μην γνωρίζει ότι πρόκειται για μια «στημένη» βιογραφία.
Δέσποινα Παυλάκη