Ο Ντάρεν Αρονόφσκι, όπως όλοι οι auteurs, αφηγείται πάντα την ίδια ιστορία. Στην περίπτωσή του, αυτή αφορά στην φθαρτότητα του ανθρώπινου σώματος, την απόδοση/ερμηνεία (με την έννοια της περφόρμανς) και την εξιλεωτική διάσταση του θανάτου. Όπως και στο προηγούμενο, σχεδόν ντοκιμαντερίστικα γειωμένο, φιλμ του, τον “Παλαιστή”, έτσι και εδώ, στο κέντρο της ιστορίας μπαίνει ένας άνθρωπος που παλεύει με τους εσωτερικούς του δαίμονες αλλά και το ίδιο του το σώμα για να αγγίξει την πολυπόθητη τελειότητα - με οποιοδήποτε τίμημα. Μόνο που όσο ο “Παλαιστής” ήταν μουντός και νατουραλιστικός, τόσο γυαλιστερό και μεγαλειώδες είναι το “Black Swan”. Κι αν με την πρώτη θέαση μπορεί να απορριφθεί από πολλούς ως γκροτέσκο ψυχόδραμα, δεν είναι παρά σταδιακά που αποκαλύπτει την δύναμή του - όχι βάζοντας στην άκρη τα αδύνατα σημεία του αλλά και εξαιτίας αυτών.
Η ντροπαλή Νίνα Σάιερς (Νάταλι Πόρτμαν) είναι η εύθραυστη μπαλαρίνα που καλείται να υποδυθεί τον διπλό ρόλο του Λευκού και του Μαύρου Κύκνου στην μεταμοντέρνα “Λίμνη” που ανεβάζει ο θίασός της. Στην προσωπική της ζωή ωστόσο, διαδραματίζεται ένα παράλληλο τσαϊκοφσκικό δράμα: ο διευθυντής και χορογράφος της (Βενσάν Κασέλ) την πιέζει να απελευθερωθεί, η υπερ-προστατευτική της μητέρα (Μπάρμπαρα Χέρσεϊ) την πνίγει με τη συμπεριφορά της στο μικρό διαμέρισμα όπου ζουν, ενώ μια νέα χορεύτρια στη σχολή (Μίλα Κούνις) στοιχειώνει τα βήματά της, καραδοκεί για τον ρόλο της και ξυπνά την πιο σκοτεινή πλευρά του εαυτού της.
Παίζοντας με την γιουνγκιανή ιδέα της σκιάς και του ανέκφραστου υποσυνείδητου, ο Αρονόφσκι βουτάει βαθιά στα ψυχαναλυτικά νερά βομβαρδίζοντάς μας με την έκφραση του Άλλου ως “evil twin”, αυτο-αναφορικούς καθρέφτες και doppelgängers για να καταλήξει στο θαύμα της μεταμόρφωσης, που δεν απέχει πολύ από το θαύμα του σινεμά. Για την ακρίβεια, ο ίδιος μοιάζει να σχολιάζει διαρκώς την διαδικασία της κινηματογραφικής τέχνης, βάζοντας την πρωταγωνίστριά του να περιβάλλεται από καθρέφτες και βλέμματα (του διευθυντή της, της μητέρας της, το δικό της, ακόμη και των θεατών) που την μετατρέπουν σε αντικείμενο. Όταν τελικά η μεταμόρφωση επιτυγχάνεται και η εικόνα αγγίζει την μαγική τελειότητα, ο Αρονόφσκι φροντίζει να μας τραβήξει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια, αφού τίποτα δεν είναι αληθινό, ή τουλάχιστον μη-μεταμφιεσμένο και σκηνοθετημένο. Ακριβώς όπως στο σινεμά.
Αυτόν τον σφιχτό πυρήνα τον καλύπτει η μάσκα του θρίλερ, με την διαταραγμένη μπαλαρίνα να χάνει την ισορροπία ανάμεσα σε φαντασιώσεις και πραγματικότητα, παρασύροντας και τον θεατή σε ένα παιχνίδι αυτο-αμφισβήτησης σε σχέση με όσα παρακολουθεί. Κι ενώ η πολανσκική πλευρά, με την έμφαση της σωματικότητας και τα τρομερά βασανιστήρια στα οποία υποβάλλουν οι χορευτές το ανθρώπινο κορμί, λειτουργεί άψογα, οι υπόλοιπες τρομάρες δεν είναι παρά φτηνά κολπάκια με γρήγορο μοντάζ, χαμηλό φωτισμό και δυνατή μουσική. Όσο για την ψυχώ-μαμά της Νίνα, με τις χονδροειδείς μεταφορές και τις φροϋδικές αναλύσεις δημοτικού, το μόνο στοιχείο που λειτουργεί τρομακτικά είναι η ίδια της η παρουσία, ως προβολή μιας εκδοχής της Νίνα στο μέλλον, σε περίπτωση αποτυχίας. Και δεν είναι πολλά πράγματα πιο άγρια από το να ζεις παγιδευμένος σε 40 τετραγωνικά με την loser ψυχωτική εκδοχή σου. Ομοίως αποτυγχάνει να ταιριάξει στο genre και ο διευθυντής του Κασέλ που, ενώ φέρνει στο μυαλό τον δικτάτορα-μέντορα της Μόιρα Σίρερ (η ηχητική ομοιότητα με το όνομα της Νίνα δεν είναι τυχαία) στα “Κόκκινα Παπούτσια”, είναι παντελώς μονοδιάστατος στο ρόλο του “κακού”.
H Nάταλι Πόρτμαν, από την άλλη, είναι πιο ελαφριά από τον αέρα, εύθραυστη και ψυχωτική, αθώα και σέξι, ενσαρκώνοντας τέλεια την διχασμένη μπαλαρίνα. Το ίδιο αποκαλυπτική είναι και η Μίλα Κούνις, στον ρόλο της σκοτεινής πλευράς της Νίνα. Και είναι αυτός ο ενδογενής διχασμός που παρουσιάζεται και στο ίδιο το φιλμ: κομμάτια εξαιρετικά, όπως η εναρκτήρια σκηνή του χορού του Κύκνου, με το μπαλέτο κινηματογραφημένο όπως ποτέ μέχρι σήμερα, μπερδεύονται με απαίσια και κλισεδιασμένα θριλερικά γκαγκς. Αν επιτρεπόταν όμως αυτό σε ένα φιλμ, δε θα ήταν άλλο από το “Black Swan”. Kαι αυτό το γνωρίζει και ο ίδιος ο Αρονόφσκι, που (θυμίζοντας τον Ταραντίνο στους “Μπάσταρδους”) στους τίτλους τέλους τοποθετεί το όνομά του σε λευκό φόντο, κάτω από τις ιαχές και το μανιασμένο χειροκρότημα του ενθουσιασμένου πλήθους. Well, this might be his masterpiece - ακόμη κι αν δεν είναι εμφανές με την πρώτη ματιά.
Φαίδρα Βόκαλη
Η Νίνα είναι μπαλαρίνα στην Νέα Υόρκη. Zει εκεί με την ψυχαναγκαστική πρώην χορεύτρια μητέρα της, η οποία της ασκεί ασφυκτική πίεση. Όταν η εταιρεία στην οποία χορεύει ανεβάζει μια μοντέρνα εκδοχή της "Λίμνης των Κύκνων", η Νίνα είναι η πρώτη επιλαχούσα αλλά θα πρέπει να ενσαρκώσει, πέρα από τον Λευκό Κύκνο, και τον Μαύρο. Η Λίλι είναι νέα στην ομάδα χορού και αποτελεί την σημαντικότερη ανταγωνίστρια της Νίνα για τον περιζήτητο ρόλο. Καθώς αναπτύσσεται μια ιδιόμορφη φιλία ανάμεσα στις δύο χορεύτριες, η Νίνα έρχεται όλο και περισσότερο σε επαφή με την σκοτεινή της πλευρά…