Από τον Κωνσταντίνο Σαμαρά
«Αυτοκτονώ επειδή δε με αγαπήσατε, αυτοκτονώ επειδή δε σας αγάπησα. Επειδή οι δεσμοί που μας ένωναν ήταν πολύ χαλαροί, κι αυτοκτονώ για να τους σφίξω. Σας αφήνω με ένα ανεξίτηλο σημάδι».: η φράση κατοχυρώθηκε από τον Μορίς Ρονέ στη «Φλόγα που Τρεμοσβήνει» του Λουί Μαλ, αναγκάζοντας μάλλον τον «καταραμένο» σκηνοθέτη του «Η Μαμά και η Πουτάνα» και άλλων αριστουργημάτων να φύγει χωρίς αποχαιρετισμό.
Από τον Κωνσταντίνο Σαμαρά
Ο Ζαν Εστάς έστειλε μια σφαίρα στην καρδιά του στις 5 Νοεμβρίου του 1981. Ηταν το πρώτο θύμα της κυβέρνησης του Μιτεράν, όπως θα παρατηρούσε με πικρό σαρκασμό ο φίλος και πρωταγωνιστής δύο ταινιών του ,Ζαν-Νοέλ Πικ. Ο σκηνοθέτης Φιλίπ Γκαρέλ, μέλος κι αυτός της γενιάς που προσπάθησε να επιβιώσει πάνω στα συντρίμμια του Μάη του 68, θα αποφαινόταν ότι «το σύστημα σκότωσε τον Ζαν Εστάς». Ενώ οι άνθρωποι που διέγνωσαν σε κάθε του κίνηση την αγωνία ενός απελπισμένου νάρκισσου να σκηνοθετήσει τη ζωή του, είδαν στην αυτοκτονία του την παράτολμη επιλογή ενός δημιουργού - Σίσυφου να σπάσει την επανάληψη με ένα γκραν φινάλε. Και ύστερα, αποπειράθηκαν να συγκεντρώσουν και να προβάλουν τις χαμένες κόπιες της σύντομης ζωής του, για να εντοπίσουν με κάποια δόση αυτοβασανισμού τα πρώιμα σημάδια θανάτου και να βρουν μια άκρη στο μυστήριο: ποιος, ή καλύτερα τι, σκότωσε έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες που ανέδειξε ποτέ το γαλλικό σινεμά;
Ο μικρός στρατιώτης
Στις 30 Νοεμβρίου του 1938 ο Ζαν Εστάς έρχεται στον κόσμο, ο οποίος για πολλά χρόνια θα ταυτιστεί στα μάτια του με τη μικρή επαρχιακή πόλη Πεσάκ. Εγκαταλειμμένος από τη μητέρα του, θα περάσει όλη του την παιδική ηλικία προσκολλημένος στη γιαγιά του, Οντέτ Ρομπέρ. Σε αυτή χρωστά τα πάντα: τη μύηση στο σύμπαν της λογοτεχνίας, την αποθέωση της συζήτησης χάριν της συζήτησης, την περιώνυμη αδυναμία του στις γυναίκες.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, ο Εστάς εγκαθίσταται στο Ναρμπόν μετά από πρόσκληση της μητέρας του, η οποία ήδη συζεί με έναν Ισπανό αγρότη. Ακολουθεί μια εφηβεία βουτηγμένη στο σινεμά, βιωμένη κυριολεκτικά με τη διαμεσολάβηση των εικόνων του και φυσικά των σελίδων του περιοδικού Cahiers du cinema, των οποίων ο Εστάς είναι φανατικός συλλέκτης. Εξω από τη σκοτεινή αίθουσα, ωστόσο, τίποτα δεν προδιαγράφει ακόμα ότι ο νεαρός Ζαν Εστάς θα αποδράσει από τη μοίρα του ασυνήθιστα ευαίσθητου πλην ταπεινού ηλεκτρολόγου της γαλλικής επαρχίας.
Ο ερχομός του 1957 θα τον βάλει αμετάκλητα στον αστερισμό των καταραμένων. Ενήλικος πια, φεύγει για το Παρίσι, ενώ αρνείται πεισματικά να πολεμήσει στην Αλγερία. Γενναίος ως λιποτάκτης, θα υποστεί εισαγωγές σε ψυχιατρικές κλινικές μετά ισχυρών ηλεκτροσόκ. Οταν ξαναβγεί στον πραγματικό κόσμο, θα συνειδητοποιήσει ότι κουβαλά ήδη μια σκιά την οποία πρέπει να διώξει με το αλκοόλ και θα αρχίσει να περιφέρεται μεθυσμένος στα μπαρ, απαγγέλλοντας ποιήματα που είχε αποστηθίσει. Την ίδια περίοδο θα ερωτευτεί και θα παντρευτεί την Ζαν Ντελό ή απλώς Ζανέτ, όπως προτιμούσε να την αποκαλεί. Σχεδόν αμέσως αποκτούν έναν γιο, τον Πατρίκ, ενώ ο Εστάς πείθει τη γιαγιά του να αφήσει το Πεσάκ και να μείνει μαζί του στο Παρίσι. Τρία χρόνια αργότερα, η οικογένεια θα αποκτήσει το δευτερότοκο γιο της, Μπορίς. Ο Ζαν Εστάς επιβιώνει πια κάτω από τη μάσκα ενός οικογενειάρχη ιδιαζόντως ρέμπελου, που μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στα προσκυνήματα στη Cinematheque και τις συναναστροφές με τον υπόκοσμο της «βρόμικης» περιοχής Πιγκάλ. Σε αυτές τις τελευταίες κυκλοφορεί με το ψευδώνυμο Ρομπέρ.
Κακές παρέες
Βρισκόμαστε στο Παρίσι των αρχών του 60 και η νουβέλ βαγκ έχει «ξεσπάσει» για τα καλά. Το βασικό στρατηγείο αλλά και συμβολικό σημείο αναφοράς των μελών της το ξέρουν και οι πέτρες: τα γραφεία του περιοδικού Cahiers du cinema. Εκεί όπου, σαν από μια ανεξιχνίαστη συνωμοσία, θα βρεθεί να δουλεύει ως γραμματέας η Ζανέτ, σύζυγος του Ζαν Εστάς. Ο τελευταίος θα επιβληθεί στον χώρο ως μια οικεία φιγούρα, αρχικά ως ο κύριος της κυρίας, και χωρίς να το καταλάβει κανείς ως ισότιμο μέλος στις φλογισμένες συζητήσεις των Γκοντάρ, Ρομέρ, Ριβέτ και λοιπών. Η πυρετώδης σινεφιλία της εποχής αποτυπώνεται στην πρώτη και ανολοκλήρωτη ταινία του Εστάς με τίτλο «La Soire», όπου νεαρός κριτικός κινηματογράφου θα συγκέντρωνε μερικούς φίλους με σκοπό να τους ζητήσει τη γνώμη τους γύρω από ένα εξαιρετικά αιχμηρό κείμενό του (πρόκειται για το «Vivre le film» που στην πραγματικότητα είχε υπογράψει ο κριτικός και σκηνοθέτης Ζαν-Λουί Κομολί).
Ο Εστάς αρχίζει να παρευρίσκεται στα γυρίσματα που πραγματοποιούν μέλη των Cahiers και κατά κοινή ομολογία ρουφά και την παραμικρή λεπτομέρεια σαν το σφουγγάρι. Τον χειμώνα του 1963 ετοιμάζει το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του σε συνθήκες μυστικότητας: πρόκειται για το «Les Mauvaises Frequentations» («Οι Κακές Συναναστροφές»), ένα ασπρόμαυρο φιλμ διάρκειας 42 λεπτών που παρακολουθεί τις ασήμαντες περιπέτειες δύο κομψευόμενων φτωχοδιάβολων στο Παρίσι. Η ταινία ήταν για τη νουβέλ βαγκ ό,τι και ο ίδιος ο Εστάς για τον μικρόκοσμο των Cahiers: η βίαιη επέλαση των απόκληρων της εργατικής τάξης σε ένα (μικρο)αστικό σύμπαν. Τα περισσότερα μέλη του περιοδικού θα μείνουν τόσο εντυπωσιασμένα, ώστε να συγχωρήσουν την κλοπή χρημάτων από το ταμείο τους για την ολοκλήρωση της ταινίας.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Ζαν Λικ Γκοντάρ και ο παραγωγός του θα χαρίσουν το «περίσσιο» φιλμ (θα κάνουν τα στραβά μάτια στην αρπαγή του, σύμφωνα με άλλους) από τα γυρίσματα του «Αρσενικό Θηλυκό» στον Εστάς, επιτρέποντάς του να γυρίσει το «Le Pre Noel Α Les Yeux Βleus» («Ο Αϊ Βασίλης Εχει Μπλε Μάτια», οι τίτλοι του Εστάς είναι όμορφοι σαν τις ταινίες του) και μάλιστα με τον ίδιο πρωταγωνιστή: τον θρύλο της νουβέλ βαγκ Ζαν Πιερ Λεό, στον ρόλο ενός άνεργου νέου που φωτογραφίζεται ως Αϊ Βασίλης με τους περαστικούς για να αγοράσει το χειμερινό παλτό που ονειρεύεται - ή απλώς για να φορέσει μια μάσκα και να υπάρξει ως κάτι άλλο. Ο Εστάς επιστρέφει στο Ναρμπόν όπου πέρασε την εφηβεία του, κοιτάζει την επαρχία με το βλέμμα ενός νεο-παριζιάνου και αντιμετωπίζει την αισθηματική αγωγή ενός νέου που θα μπορούσε να είναι ο ίδιος με την ευαισθησία του ανθρώπου ο οποίος νιώθει ότι πρέπει συνεχώς να φοράει κάποια μάσκα.
Πέρα από τις μάσκες, όμως, ο Ζαν Εστάς είναι ένας γνήσιος λάτρης του τίποτα. Αυτή την αγάπη θα συνειδητοποιήσει ότι μοιράζεται με τον Ζαν-Ζακ Σουλ και τον Ζαν-Νοέλ Πικ, έναν συγγραφέα που θεωρεί σχεδόν υποχρέωσή του να μην παράγει έργο και έναν αιώνιο φοιτητή που ψάχνεται εδώ κι εκεί, αντίστοιχα. Οι τρεις τους αναδεικνύουν το τίποτα σε υψηλή τέχνη, φορώντας τα απαραίτητα στυλιζαρισμένα προσωπεία των γυρολόγων των καφέ, των επιδέξιων ρητόρων, των γυναικάδων.
Ο Ζαν Εστάς έχει αποφασίσει να σκηνοθετήσει τον εαυτό του ως ένα δανδή. Το 1967 θα χωρίσει με τη Ζανέτ, η οποία θα φύγει με τον μεγαλύτερο γιο τους, Πατρίκ. Ο Μπορίς θα μείνει στη φροντίδα της αιώνιας γιαγιάς, Οντέτ Ρομπέρ.
Καλημέρα θλίψη
Αρχή ενός φαύλου κύκλου αποτυχημένων ερωτικών σχέσεων, αλλά και της πιο δημιουργικής περιόδου του Εστάς. Ενώ ζει έναν επεισοδιακό έρωτα με τη Φρανσουάζ Λεμπρούν, επιστρέφει το 1968 στη γενέτειρά του για να γυρίσει το «La Rosire De Ρessac» (αποδίδεται περίπου ως «Η Τριανταφυλλένια Του Πεσάκ»), πανέξυπνη κινηματογράφηση ενός παλιού τοπικού εθίμου σύμφωνα με το οποίο μια επιτροπή εκλέγει την πιο ενάρετη (!) κοπέλα του χωριού και τη βραβεύει με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Ο Εστάς αρχίζει να συνειδητοποιεί την αρχειακή δυναμική του σινεμά (δεν αστειευόταν και τόσο όταν εξέφραζε την επιθυμία του να κινηματογραφεί γάμους και βαφτίσια), αλλά και την ανάγκη του να καταγράψει εικόνες πέρα από οποιαδήποτε προϋπάρχουσα αποδεικτική διαδικασία. Με αυτή τη λογική γυρίζει μετά από δύο χρόνια το «Le Cochon» («Το Γουρούνι»), μετατρέποντας την τελετή σφαγής ενός γουρουνιού στη γαλλική επαρχία σε ένα σκληρό ποίημα πάνω στον κύκλο της ζωής.
Ο λάτρης του τίποτα Ζαν Εστάς ξέρει καλύτερα από τον καθένα ότι για να κάνεις σινεμά δεν χρειάζεται να σκεφτείς πάνω από ένα χαρτί, αλλά να αφήσεις μια κάμερα να δουλεύει - όπως και ότι δεν υπάρχει πιο συναρπαστικό κινηματογραφικό θέαμα από έναν άνθρωπο που μιλάει. Θα υπερασπιστεί πανηγυρικά τις πεποιθήσεις του με το «Νumro Ζro» («Αριθμός Μηδέν»,1971), όπου η κάμερα καταγράφει τη γιαγιά του στη χειμαρρώδη εξιστόρηση μιας ολόκληρης ζωής. Κανένα τρικ, κανένα παιχνίδι με τις οπτικές γωνίες, ελάχιστη παρέμβαση από τον Εστάς, που ακούει την Οντέτ Ρομπέρ όπως και στην παιδική του ηλικία, αλλά καπνίζοντας και πίνοντας. «Είχα την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα μανιφέστο, μόνο που δεν ήξερα πάνω σε τι. Ισως πάνω στο γεγονός ότι εκείνη την εποχή δε μπορούσα να κάνω σινεμά». Και είναι αλήθεια ότι αυτή η υπόγεια συναλλαγή μεταξύ ζωής και σινεμά επαληθεύεται σε όλη τη διαδρομή του Εστάς, στον βαθμό που μπορούμε να μιλάμε για ένα κλειστό και απαραβίαστο σύστημα, για μια ώσμωση σχεδόν τρομακτική.
Ενώ ο Εστάς έχει πια αρχίσει να δουλεύει στο πιο φιλόδοξο μέχρι στιγμής σενάριό του, μια νοσταλγική ταινία πάνω στους έρωτες των παιδικών του χρόνων που θα έχει τίτλο «Μes Petites Αmoureuses» («Οι Μικρές Μου Αγαπημένες»), η Φρανσουάζ Λεμπρούν τον εγκαταλείπει οριστικά. Εκείνος βρίσκει καταφύγιο στην ολοκλήρωση του σεναρίου, στη νέα σχέση και συμβίωσή του με την Κατρίν Γκαρνιέ, αλλά και στη γνωριμία του με μια πανέμορφη νοσοκόμα ονόματι Μαρίνκα Ματουζέφσκι. Σε όλη αυτή την αναστάτωση της προσωπικής του ζωής υπάρχει κάτι που ζητά επειγόντως να γίνει ταινία. Ο Εστάς, που μέχρι τότε είχε γυρίσει μόνο ταινίες μεσαίου μήκους, θα γράψει ένα σενάριο-ποταμό, ένα από τα πιο ωραία που έχουν απελευθερωθεί ποτέ σε χαρτί. Θα επιλέξει τον Ζαν-Πιερ Λεό ως φιλμικό alter ego του, τις Μπερναντέτ Λαφόν και Φρανσουάζ Λεμπρούν στο ρόλο της συμβίας και της νοσοκόμας αντίστοιχα, αλλά και την Ιζαμπέλ Βαϊνγκάρτεν στον ρόλο... της Φρανσουάζ Λεμπρούν, δηλαδή της απερχόμενης ερωμένης του ήρωα. Και θα τους μπλέξει σε ένα τετράωρο γαϊτανάκι απελπισίας με τίτλο «Η Μαμά Και Η Πουτάνα» (La Maman Et La Putain, 1971), ή αλλιώς ό,τι σημαντικότερο ειπώθηκε ποτέ στο σινεμά γύρω από τη γενιά του Μάη του 68 και την ευρύτερη γαλλική κοινωνία της δεκαετίας του 70.
«Είσαι σαν τη Γαλλία μετά το Μάη του 68» ξεστομίζει ο άστατος Αλεξάντρ στην παλιά του αγάπη, και οι μικροί καθημερινοί μαραθώνιοι του Εστάς παίρνουν την όψη ενός κοινωνικού χρονικού περίπλοκου και παιγνιώδους, γεμάτου έλξης αλλά και αηδίας. Πρόκειται για τη μοναδική ταινία που θα επωμιστεί την υστεροφημία του Ζαν Εστάς, που έφυγε από τις Κάννες με το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής (κι ας το σιχάθηκε η προεδρεύουσα Ινγκριντ Μπέργκμαν και περίπου οι μισοί θεατές της πρώτης προβολής του), και που απέδειξε ότι ο ομφάλιος λώρος που δένει τις ταινίες με τη ζωή του μπορεί να γίνει θηλιά γύρω από την τελευταία: λίγες μέρες μετά την πρώτη προβολή της ταινίας σε κλειστό κύκλο, η Κατρίν Γκαρνιέ αυτοκτόνησε αφήνοντας στον Εστάς μόνο το εξής σημείωμα: «Η ταινία είναι υπέροχη, άφησέ την όπως είναι».
Η φλόγα που τρεμοσβήνει
Ο Εστάς παραπαίει, ζητά κάποια συμπαράσταση από την τέχνη του και το καλοκαίρι του 1974 ξεκινά τα γυρίσματα του «Μes Petites Αmoureuses», του οποίου το σενάριο ήταν ήδη έτοιμο πριν την περιπέτεια του «Η Μαμά Και Η Πουτάνα». Δεν έχουν περάσει μερικές μέρες από το πρώτο χτύπημα της κλακέτας και η απώλεια της γιαγιάς του διαλύει τις όποιες αντιστάσεις: ο σκηνοθέτης βυθίζεται στο αλκοόλ, τα χάπια και τον τζόγο, σε σημείο που να αμφισβητείται έντονα το εάν θα επιβιώσει μέχρι το τέλος των γυρισμάτων. Εάν δεν υπήρχε ο παραγωγός και καλός του φίλος, Πιερ Κοτρέλ, ο Εστάς δε θα ολοκλήρωνε έστω και μέσα σε ντελίριο ακόμα ένα αριστούργημά του. Ακόμη κι έτσι όμως, η ταινία που χρωστά το όνομά της σε ένα στίχο του επίσης αυτοκαταστροφικού Ρεμπό, ανασυνθέτει όπως καμία άλλη τη σκληρότητα του παιδικού βλέμματος και ολοκληρώνει έξοχα μια ιδιότυπη διλογία ενηλικίωσης μαζί με το «Η Μαμά Και Η Πουτάνα». Ενα σώμα ταινιών που μαζί αγγίζουν τις έξι ώρες και χαρακτηρίστηκαν από τη Φρανσουάζ Λεμπρούν «diamant brut» (ακατέργαστο διαμάντι).
Το πανάκριβο και ιδιαίτερα φιλόδοξο «Μes Petites Αmoureuses» ετοιμάζεται να εφορμήσει στις γαλλικές αίθουσες τα Χριστούγεννα του 1974, αλλά λογαριάζει χωρίς τον σκηνοθέτη του: στη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας, ο Εστάς θα αρνηθεί την είσοδο σε έναν κριτικό κινηματογράφου που είχε αντιμετωπίσει εξαιρετικά σαχλά το «Η Μαμά Και Η Πουτάνα». Σύσσωμη η γαλλική κριτική θα κηρύξει καθολικό εμπάργκο στην ταινία, η οποία γνωρίζει ένα αναπόφευκτο εμπορικό Βατερλό.
Πίσω στην απομόνωση. Ο Ζαν Εστάς, μαύρο πρόβατο για οποιαδήποτε μεγάλη κινηματογραφική επένδυση, διατείνεται με περηφάνια ότι δεν κάνει απολύτως τίποτα και κρύβεται ολοκληρωτικά πίσω από τη μάσκα του δανδή που καίγεται από τον εαυτό του. Τα χρόνια που περνούν τον βρίσκουν να αλλάζει αναρίθμητες περιστασιακές ερωμένες, να πίνει μέχρι τελικής πτώσης και να παίζει μανιωδώς στο καζίνο. Κάτι ξέρει και ο Βέντερς που στον «Αμερικανό Φίλο» του δίνει τον ρόλο του «άντρα στο μπαρ». Το 1977, ο φίλος του, Ζαν - Νοέλ Πικ, θα του αφηγηθεί μια ιστορία που θα τον βγάλει από την απραξία: το «Une Sale Ηistoire» (βλ. «Η Ταινία Που Δεν Αρέσει Στις Γυναίκες»), ένα σπουδαίο έργο φτιαγμένο κυριολεκτικά από το μηδέν. Την επόμενη χρονιά, ο Εστάς επιστρέφει στο Πεσάκ για να ξαναγυρίσει το «La Rosire De Ρessac» δέκα χρόνια μετά, ξαναβρίσκοντας έτσι τη γλυκιά κινηματογραφική ρουτίνα που του επιτρέπει να επιβιώνει. Αρχίζει να αναλαμβάνει μικρού μήκους δουλειές για τη γαλλική τηλεόραση, κάνοντας όμως πάντα του κεφαλιού του. Στο «Le Jardin Des Dlices De Jrme Βosch» («Ο Κήπος των Ηδονών του Ιερώνυμου Μπος», 1979) κινηματογραφεί τον Ζαν - Νοέλ Πικ να μιλά μπροστά από τον διάσημο πίνακα του Μπος παραδίδοντας ένα αλλόκοτο κομψοτέχνημα, και μπερδεύει τους πάντες: μα είναι σινεμά αυτό που κάνει ο Ζαν Εστάς; Το ίδιο θα αναρωτηθούν όταν δουν και το «Les Photos DΑlix» («Οι Φωτογραφίες Της Αλίξ», 1980), όπου η ηρωίδα του τίτλου παρουσιάζει μερικές φωτογραφίες σε έναν άντρα και ο Εστάς οργανώνει μέσα σε 18 λεπτά ένα μικρό δοκίμιο για τη σχέση εικόνας - ήχου.
Ο Εστάς χάνει όλο και περισσότερο την πίστη του στο σινεμά ή μάλλον την απάντηση στο «τι (μπορεί να) είναι το σινεμά;». Κι όπως ποτέ δε μπόρεσε να ξεδιαλύνει την τέχνη από τη ζωή, έτσι και τώρα ετοιμάζει την αναχώρησή του. Σε ένα ταξίδι του στην Ελλάδα θα πέσει από ένα μπαλκόνι (ο ίδιος επέμενε ότι δεν ήταν απόπειρα αυτοκτονίας) και θα σταλεί με τη βοήθεια της γαλλικής πρεσβείας πίσω στο Παρίσι. Ανήμπορος για μεγάλες μετακινήσεις μετά το ατύχημα, αποκτά την εμφάνιση ερημίτη και τηλεφωνεί στους φίλους του για να τους διαβάσει λίγο Μπέκετ. Σε ένα αφιέρωμα των Cahiers du cinema στο γαλλικό σινεμά, θα στείλει μια φωτογραφία του όπου ξαπλώνει γυμνός με πλάτη στην κάμερα και τα γεμάτα θλίψη θραύσματα ενός εγκαταλειμμένου σεναρίου με τίτλο «Ρeine Ρerdue» («Χαμένος Κόπος»). Στις 5 Νοεμβρίου 1981, οι άνθρωποι που θα ανοίξουν την πόρτα με την επιγραφή «Frappez fort, comme pour reveiller un mort » (Χτυπήστε δυνατά, όπως για να ξυπνήσετε έναν πεθαμένο) για να τον βρουν νεκρό, ίσως να υποψιάστηκαν ότι ήταν το μόνο χάπι εντ που ταίριαζε σε έναν άνθρωπο με τόσο απελπισμένη αίσθηση του χιούμορ.
Η ταινία που δεν αρέσει στις γυναίκες
Ολα ξεκίνησαν από μια κατ' ιδίαν αφήγηση του ηθοποιού Ζαν-Νοέλ Πικ στον Εστάς, σύμφωνα με την οποία στις αντρικές τουαλέτες του καφέ όπου σύχναζε είχε ανακαλύψει ένα κρυφό σημείο, από το οποίο είχε ευθεία οπτική πρόσβαση στις γυναικείες τουαλέτες και στα ακόμη πιο απόκρυφα σημεία των θηλυκών που εισέρχονταν. Ο Εστάς θα προσκαλέσει τον Πικ να αφηγηθεί την ιστορία του σε μια παρέα όπου δεσπόζουν οι γυναίκες, θα φιλμάρει τη συζήτηση με φιλμ 16mm και ντοκιμαντερίστικο ύφος και θα καταγράψει ό,τι ειπώθηκε στο χαρτί. Στη συνέχεια, θα το δώσει σε επαγγελματίες ηθοποιούς ως σενάριο και θα τους φιλμάρει στον ίδιο χώρο, αλλά με φιλμ 35mm και σε κλασικό στιλ. Η ένωση των δύο κομματιών με αντιστραμμένη την χρονική και «φυσική» τους σειρά θα μας δώσει το «Une Sale Ηistoire» («Μια Βρόμικη Ιστορία»), ένα φιλμικό δίπτυχο διάρκειας 50 λεπτών που προωθήθηκε κατόπιν εντολής του Εστάς με το σλόγκαν «Η ταινία που δεν αρέσει στις γυναίκες», κατηγορήθηκε ως διεστραμμένο ή εξόφθαλμα ανούσιο και τελικά περιθωριοποιήθηκε. Κι όμως, αυτό εδώ το ιδιοφυές κινηματογραφικό πείραμα συμπυκνώνει όχι μόνο τις εμμονές του Εστάς για τις μάσκες και το περιεχόμενο που επιμελώς κρύβουν πάτοτε από πίσω τους, αλλά ορίζει ολόκληρο το σινεμά ως μια μαύρη τρύπα, και κάθε αντικείμενο του πόθου ως εξ ορισμού σκοτεινό και απαγορευμένο. Και μάλλον αρέσει και στις γυναίκες.