Το Νησί που βρίσκεται πέρα από τον κύριο ευρωπαϊκό εδαφικό κορμό, ανέκαθεν ήταν η χώρα που όχι μόνο «ρουφούσε» κάθε υποκουλτούρα που αναδυόταν από τα έγκατα των working class στρωμάτων, αλλά ήταν αυτή που ουσιαστικά τις δημιουργούσε. Κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80 το punk πεθαίνει μαζί με τον Σιντ Βίσιους, η Μάργκαρετ Θάτσερ ισοπεδώνει κάθε έννοια συλλογικότητας και κοινωνικής πρόνοιας και ο μισθοφορικός στρατός του Ηνωμένου Βασιλείου ξεκινά για άλλο ένα εξωτικό αποικιοκρατικό ταξίδι στα μακρινά Νησιά Φόκλαντ. Μια στρατιά από νεαρούς ξεπηδά από τις φτωχογειτονιές της Αγγλίας, ξυρίζοντας το κεφάλι τους, φορώντας τις γυαλιστερές Doc Martins και τα κομψά Fred Perry τους, βγάζοντας τις τιράντες από τη ντουλάπα τους παππού τους, ακούγοντας Oi και Ska και ανεμίζοντας τη σημαία της βίας ως ιερό λάβαρο. To νεοναζιστικό National Front (Εθνικό Μέτωπο), ένα από τα πιο βίαια ακροδεξιά κόμματα που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη, θα μυριστεί την ευκολία με την οποία θα μπορούσε να αντλήσει μέλη από τη μοδάτη υποκουλτούρα των skinheads και θα αρχίζει να προσηλυτίζει νέα «μάχιμα» μέλη.
Ο Σέιν Μίντοους περιγράφει με το «This Is England» αυτήν την εκρηκτική περίοδο για το Ηνωμένο Βασίλειο. Διαλέγει για ήρωα του ένα 12χρονο αγόρι, τον Σον, ο οποίος έχει χάσει τον πατέρα του στον πόλεμο των Φόκλαντ και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις «άγριες» μοναχικές συνθήκες που επικρατούν στη Βόρεια Αγγλία για τους εφήβους. Μια παρέα skinheads θα τον «υιοθετήσει» και θα του προσφέρει την ταυτότητα και την οικογενειακή θαλπωρή που τόσο του έλειπαν. Οι εθνικιστικές σειρήνες, όμως, δεν θα αργήσουν να βοήσουν στην ακόμα ασχημάτιστη προσωπικότητα του. Η παρέα των skinheads θα χωριστεί και ένα κομμάτι της (μαζί τους και ο Σον) θα ακολουθήσει τα προτάγματα του νεοφασισμού.
Ο Μίντοους στο «This Is England» ξεπερνά τα όρια της πολιτικής αυστηρότητας και του ενοχλητικού διδακτισμού που έχει θέσει εδώ και χρόνια στη Βρετανία ο Κεν Λόουτς. Με τη ρεαλιστική κινηματογραφία του, προσπαθεί να διερευνήσει μέσα από την απλότητα και την αθωότητα που του προσφέρει η ματιά του 12χρονου πρωταγωνιστή του, τις ρίζες του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Δένει, μερικές φορές με υπερβολικό τρόπο, το προσωπικό με το πολιτικό και υπογραμμίζει τις ολέθριες επιπτώσεις από την αποσύνθεση των οικογενειακών και των υπόλοιπων συλλογικών δομών στην Αγγλία, απόρροια της θατσερικής λαίλαπας. Ο Μίντοους από την μια αποσαφηνίζει το ιστορικό λάθος της ταύτισης των skinheads με το νεοναζισμό, αλλά δυστυχώς από την άλλη στο τέλος της ταινίας προτιμά την εύκολη και ανέξοδη εξίσωση του φασισμού με τη σχιζοφρένεια, από το να εμβαθύνει στις αιτίες μιας απεχθούς ιδεολογίας . Αν μη τι άλλο, όμως, αυτή η αθέατη Αγγλία άξιζε και με το παραπάνω να κλέψει το BAFTA από τη γλυκανάλατη «Εξιλέωση» και σίγουρα το φιλμ του Μίντοους είναι ένα από πιο αξιοπρεπή κινηματογραφικά προϊόντα που εισάγαμε τα τελευταία χρόνια από τη Μεγάλη Βρετανία.
Γιάγκος Αντίοχος