Ο Γιάννης Δαλιανίδης ήταν ηγετική μορφή του ελληνικού κινηματογράφου. Ηταν αυτός που όρισε τη χρυσή εποχή του, την εμπορική του ακτινοβολία. Ο ίδιος έχρισε αστέρες του σινεμά πολλούς νεαρούς ηθοποιούς και ακούραστα δούλεψε πάνω σε διαφορετικά κινηματογραφικά είδη: το δράμα, την κωμωδία, το μιούζικαλ, το αστυνομικό θρίλερ, βάζοντας σε όλα τη σφραγίδα του.
Εζησε 87 χρόνια πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, το πρωινό του Σαββάτου, στις 16 Οκτωβρίου, περιστοιχισμένος από αγαπημένα πρόσωπα στο Νοσοκομείο Μετροπόλιταν, όπου νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες με νεφρική ανεπάρκεια και σοβαρά βεβαρημένη υγεία.
Η πολιτική κηδεία του θα πραγματοποιηθεί σήμερα, στις 3.00 μ.μ., από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Η επιθυμία του ήταν αντί στεφάνων τα χρήματα να δοθούν σε παιδικές οργανώσεις.
Παραγωγικότατος και πολυσχιδής, άλλαξε το σινεμά στην Ελλάδα μεταφέροντας την αμερικανική κουλτούρα του "κινηματογράφου του είδους" στα εγχώρια δεδομένα. Η υπογραφή του ήταν εγγύηση και σημαντική όσο και της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Τα μιούζικάλ του έκαναν πάταγο στο κοινό, την ίδια ώρα που το ελληνικό σινεμά βίωνε μια τεράστια αλλαγή ύφους και ρυθμών. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις 31 Δεκεμβρίου του 1923, ο Γιάννης Δαλιανίδης μεγάλωσε από θετούς γονείς και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Θεσσαλονίκης.
Μετά την αποφοίτησή του πήγε στη Βιέννη, όπου σπούδασε χορό στη Σχολή Μούσλιγκερ. Ξεκίνησε ως χορευτής, χορογράφος και ηθοποιός στο μουσικό θέατρο με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γιάννης Νταλ, όμως γρήγορα τον κέρδισε το σινεμά. Το 1949 εμφανίστηκε ως ηθοποιός στην ταινία "Δύο κόσμοι", ενώ από το 1958 άρχισε να γράφει σενάρια. Το πρώτο του σενάριο ήταν για την ταινία "Το τρελοκόριτσο" και το πρώτο του σκηνοθετικό πόνημα ήταν, το 1959, η "Μουσίτσα".
Την ίδια χρονιά ακολούθησε η ταινία "Λαός και Κολωνάκι". Ως σεναριογράφος, ο ίδιος συνέχισε να γράφει σενάρια αισθηματικών κομεντί ή να διασκευάζει θεατρικά έργα και να τα σκηνοθετεί σε διάφορες εταιρείες, μέχρι το 1961. Τη χρονιά αυτή πέρασε το κατώφλι τής Φίνος Φιλμ. Το κοινωνικό δράμα "Κατήφορος" απογείωσε το όνομά του μετά την τεράστια επιτυχία του. Εκτοτε ο ακούραστος Δαλιανίδης δούλεψε κατ' αποκλειστικότητα στη Φίνος Φιλμ μέχρι το 1977, που γυρίστηκε η τελευταία ταινία της εταιρείας "O κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται".
Ως σκηνοθέτης ήταν ο πιο εμπορικός του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ πίστεψε στα νέα πρόσωπα και συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους συνθέτες, όπως ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Μίμης Πλέσσας και ο Κώστας Καπνίσης. Χάρη σ' αυτόν γεννήθηκε το μιούζικαλ στο εγχώριο σελιλόιντ - το 1962 με το "Μερικοί το προτιμούν κρύο" που έσπασε τα ταμεία.
Η «σφραγίδα» του
Το στυλ του -ακίνητα πολύχρωμα πλάνα που παρέπεμπαν στην αισθητική του χολιγουντιανού τεχνικολόρ, χοροί και στιλιζαρισμένες πόζες των ηθοποιών- ήταν το σήμα κατατεθέν του. Ανάλογη ιλιγγιώδης επιτυχία συνόδευσε τα επόμενα μιούζικαλ που γύρισε, αναδεικνύοντάς τον σε μετρ του είδους και ταυτίζοντας το όνομά του μ' αυτό.
Χαρακτηριστικό του ήταν ότι γύριζε αρκετές ταινίες κάθε χρονιά (τις περισσότερες σε δικά του σενάρια) χωρίς ποτέ να πέφτει από την κορυφή της εμπορικότητας. Το 1970 σήμανε το ντεμπούτο του στο θέατρο με το "Μαριχουάνα στοπ" και με το τέλος του εμπορικού κινηματογράφου πραγματοποίησε στροφή στην τηλεόραση το 1974 με το "Λούνα Παρκ", μια από τις πιο επιτυχημένες και μακρόχρονες τηλεοπτικές σειρές, σε σενάριο και σκηνοθεσία δική του.
Αλλη επιτυχημένη του τηλεοπτική σειρά ήταν "Τα Λιονταράκια". Στις αρχές της δεκαετίας του '80 και μέχρι το 1985 καταπιάστηκε και με τις νεανικές κοινωνικές ταινίες, όπως ήταν τα περίφημα "Τσακάλια" το 1981. Ως δημιουργός, ο ίδιος επέδειξε σε κάθε χρονική περίοδο μοναδική ικανότητα να πιάνει τον παλμό της εκάστοτε γενιάς, γεγονός που αποδείχτηκε και με τις σειρές που γύρισε στην ιδιωτική τηλεόραση, όπως ήταν το "Ρετιρέ" και οι "Mικρομεσαίοι" αλλά και οι μεταφορές δύο βιβλίων - το "Τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή και "Το χρώμα του φεγγαριού" της Αλκυόνης Παπαδάκη, με τη μουσική επένδυση του Σταμάτη Κραουνάκη.
Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ ΜΑΝΑ ΟΛΥΜΠΙΑ
Ο Γιάννης Δαλιανίδης μεγάλωσε από τη θετή του μάνα Ολυμπία για να αναπτύξει μια ξεχωριστή συμπάθεια για τους ανθρώπους που μεγάλωναν υιοθετημένα παιδιά.
Η ιστορία του με την πραγματική του μητέρα που, όπως λέει ο ίδιος εμφανίστηκε την εποχή της ακμής του για να καρπωθεί τα οφέλη, τον πλήγωσε πολύ.
Προκειμένου να αφήσει τα γεγονότα πίσω του και να μπορέσει να ορθοποδήσει, πήρε την κυρία Ολυμπία και από τη Θεσσαλονίκη μετακόμισε στην Αθήνα όπου έκαναν μια νέα αρχή.
Ερωτηθείς για τη ζωή του είχε πει: «Βαδίζω με το γήρας μου προς το τέλος πολύ ήσυχα και πολύ γεμάτος. Διότι έκανα αυτό που ήθελα, γιατί αγαπήθηκα πάρα πολύ και κυριαρχεί βέβαια η αγάπη αυτής της γυναίκας, της μητέρας μου».
ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ο χορευτής που έγινε «ψυχή» του Φίνου
Ο Γιάννης Δαλιανίδης
ήταν ένας πολύ δημοφιλής δημιουργός που με το έργο του χάραξε αλλαγές στην πορεία της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής. Ηταν όμως κι αγαπητός σε πολλούς άνθρωπος -μόνο καλά πράγματα άκουγες γι’ αυτόν από τον στενό του κύκλο- που γνώρισε τη δόξα παραμένοντας πάντα σεμνός και ταπεινός.Θεσσαλονικιός στην καταγωγή, μεγάλωσε με τη θετή μητέρα του Ολυμπία. Στα 10 του άρχισε να παίζει στο παιδικό θέατρο, ενώ ήταν και στη χορωδία της ΧΑΝ. Το καλλιτεχνικό στερέωμα τον μαγνήτιζε, φανερώνοντάς του τις μεγάλες του αγάπες: τον χορό, τον κινηματογράφο, το θέατρο.
Το σινεμά το γνώρισε παιδάκι σε έναν από τους χώρους της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης που ήταν σαν αλάνα αλλά και στην πλατεία Αριστοτέλους, όπου υπήρχαν πέντε θερινοί κινηματογράφοι. Εκεί καθόταν πάντα στην πρώτη σειρά, εκεί ήρθε σε επαφή με τον χώρο εργασίας, καθώς δούλευε με αντάλλαγμα τις δωρεάν προβολές. Αργότερα, ένας φίλος που διδάχτηκε κλακέτες τον έφερε σε πρώτη επαφή με τον χορό, που σπούδασε αργότερα στη Βιέννη. Ο αχόρταγος όμως Γιάννης Δαλιανίδης ήθελε να τα γνωρίσει όλα. Ηθελε να παίζει, να σκηνοθετεί, να χορεύει, να τραγουδά, να γράφει όχι μόνο σενάρια αλλά και μουσική. Περιέργως, τον κέρδισε ο έρωτας της κάμερας. Ξεκινώντας να σκηνοθετεί για το σινεμά, ανακάλυψε τη χαρά της δημιουργίας. «Ζούσα με την επιθυμία να γράψω, να δημιουργήσω, να φτάσω... Να βρίσκομαι στο πλατό. Να γυρίζω ταινίες... Κυνηγούσα τη χαρά της δημιουργίας - όποια ποιότητα κι αν είχε αυτή η δημιουργία...», είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του στο περιοδικό «ΣΙΝΕΜΑ».
Από την πρώτη στιγμή που ασχολήθηκε με το σελιλόιντ, ο Δαλιανίδης προτιμούσε το δράμα. Ο Φίνος μάλιστα του ζήτησε να γυρίσει μια ταινία σαν τους «Ζαβολιάρηδες», μια γαλλική παραγωγή που μιλούσε για τα νιάτα της εποχής και έκανε ιδιαίτερη επιτυχία στην Ευρώπη. Με το σενάριο του «Κατήφορου» που ο ίδιος έγραψε, ο Δαλιανίδης έκανε το πρώτο μικρό θαύμα του.
Μάζεψε άγνωστους νεαρούς ηθοποιούς και χωρίς μεγάλα ονόματα (η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε αρνηθεί και η επιλογή της Τζένης Καρέζη απορρίφθηκε) ξεκίνησε κάνοντας δοκιμαστικά σε νέα κορίτσια. Από τα πολλά που είδε, επέλεξε τη 18χρονη Ζωή Κουρούκλη, που στα 16 της είχε πάρει το στέμμα της Σταρ Ελλάς. Της έδωσε κι ένα ψευδώνυμο -«Ζωή Λάσκαρη»- για να μην την μπερδεύουν με την τραγουδίστρια εξαδέλφη της και την έβγαλε στο προσκήνιο. Οσο για τον Νίκο Κούρκουλο, αυτός δεν ήταν μέσα στις προτιμήσεις του Φίνου που θεωρούσε απαράδεκτη τη συμμετοχή του ηθοποιού σε ταινίες μικρότερων εταιρειών παραγωγής. Πείστηκε να τον δεχθεί από μια φωτογραφία του σε θεατρική παράσταση.
Η πρώτη έξοδος της ταινίας στις αίθουσες στάθηκε αποτυχημένη. Με την επιμονή, παρ’ όλα αυτά του Φίνου, ο «Κατήφορος» επέστρεψε στους κινηματογράφους για να κόψει το 1961 στην Αθήνα και στον Πειραιά 161.331 εισιτήρια, αριθμός που την ανέδειξε σε πιο εμπορική ταινία της χρονιάς.
Με τα μιούζικαλ, από την άλλη, ο Γιάννης Δαλιανίδης ασχολήθηκε έχοντας το μεράκι του χορού. Για την ακρίβεια, δεν του άρεσε ο όρος μιούζικαλ, αλλά προτιμούσε να τα αποκαλεί μουσικές ταινίες. Η πρώτη του μουσική ταινία, το «Μερικοί το προτιμούν κρύο», είχε λίγη μουσική και χορευτικά. Αφού πέτυχε, οι απαιτήσεις για συνεχή παραγωγή ανάλογων φιλμ αυξήθηκαν. Και ο σκηνοθέτης φρόντιζε να έχει πάντα στα χέρια του μια καλή κωμωδία με τη συνδρομή των ηθοποιών του, όπως ήταν η Μάρθα Καραγιάννη, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Κώστας Βουτσάς κ.ά.
Η ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ
1959
Η μουσίτσα1959 Λαός και Κολωνάκι
1959 Eνας βλάκας και μισός
1960 Χριστίνα
1960 Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος
1960 Κρουαζιέρα στη Ρόδο
1961 Ο σκληρός άντρας
1961 Ο Κατήφορος
1961 Ζητείται ψεύτης
1962 Ο Δήμος από τα Τρίκαλα
1962 Ο ατσίδας
1962 Νόμος 4000
1962 Μερικοί το προτιμούν κρύο
1962 Η κυρία του κυρίου
1963 Χωρίς ταυτότητα
1963 Ενα κορίτσι για δύο
1963 Ιλιγγος
1963 Η ψεύτρα
1964 Οι κληρονόμοι
1964 Κάτι να καίει
1964 Η χαρτοπαίχτρα
1964 Εγωισμός
1965 Τέντυ μπόυ αγάπη μου
1965 Κορίτσια για φίλημα
1965 Ιστορία μιας ζωής
1965 Ενα έξυπνο έξυπνο μούτρο
1966 Ραντεβού στον αέρα
1966 Οι θαλασσιές οι χάντρες
1966 Ο ξυπόλυτος πρίγκηψ
1966 Η Στεφανία
1966 Δάκρυα για την Ηλέκτρα
1967 Νύχτα γάμου
1967 Γαμπρός απ’ το Λονδίνο
1968 Το παρελθόν μιας γυναίκας
1968 Ολγα αγάπη μου
1968 Ο ψεύτης
1968 Ο Μικές παντρεύεται
1968 Μια κυρία στα μπουζούκια
1968 Ενας ιππότης για τη Βασούλα
1968 Γοργόνες και μάγκες
1969 Το ανθρωπάκι
1969 Οταν η πόλη πεθαίνει
1969 Ο γόης
1969 Ξύπνα Βασίλη
1969 Η Παριζιάνα
1969 Γυμνοί στον δρόμο
1970 Μια τρελή τρελή σαραντάρα
1971 Το κοροϊδάκι της πριγκηπέσσας
1971 Ο κατεργάρης
1971 Ο επαναστάτης ποπολάρος
1971 Μια Ελληνίδα στο χαρέμι
1971 Μαριχουάνα στοπ
1972 Ο μάγκας με το τρίκυκλο
1972 Ο εχθρός του λαού
1972 Η αμαρτία της ομορφιάς
1973 Η Μαρία της σιωπής
1973 Είκοσι γυναίκες κι εγώ
1974 Οι εραστές του ονείρου
1977 Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται
1981 Τα τσακάλια
1982 Η στροφή
1982 Βασικά καλησπέρα σας (Οι ραδιοπειρατές)
1983 Οι επικίνδυνοι
1983 Καμικάζι αγάπη μου
1984 Ελα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ
1986 Περάστε φιλήστε τελειώσατε
1987 Μπανάνες
1987 Ισόβια
ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΣΑΣ
Κάθε ταινία μας γινόταν μια μεγάλη επιτυχία
"Στην επαγγελματική καριέρα μας μάς αποκαλούσαν Διόσκουρους, γιατί όλα τα μιούζικαλ ήταν σε μουσική δική μου. Κάθε ταινία μας γινόταν μια μεγάλη επιτυχία, ένα νέο αστέρι", δήλωσε ο μουσικοσυνθέτης Μίμης Πλέσσας, επί σειρά ετών στενός συνεργάτης του Γιάννη Δαλιανίδη, προσθέτοντας: "Θα μου λείψει πολύ". "Εφυγε ένας από τους πιο λατρεμένους ανθρώπους στη ζωή μου", δήλωσε η επιστήθια φίλη του Μάρθα Καραγιάννη. "Με τον Γιάννη μέναμε στην ίδια γειτονιά... μ' έβγαλε στο σινεμά και σ' αυτόν χρωστάω την καριέρα μου. Αυτός είδε πάνω μου όλα όσα έγιναν μετά".
"Ο Γιάννης Δαλιανίδης θα παραμείνει τόσο επίκαιρος και τόσο ζωντανός, όσο και οι ταινίες του, που έχουν κατακτήσει ξεχωριστή θέση στην καρδιά και στη ζωή των Ελλήνων", τονίζει μεταξύ άλλων στο συλλυπητήριο μήνυμά του το υπουργείο Πολιτισμού. Τα συλλυπητήριά τους για την απώλεια του δημιουργού εξέφρασαν τα κόμματα της Βουλής και ο δήμαρχος Αθηναίων, Νικήτας Κακλαμάνης.
«Διαβάστε μας, έχουμε γούστο»...
Η ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ
για όλους και για όλα παρέμεινε έως το τέλος ξεκάθαρη, συμπυκνωμένη στο σημείωμα που έγραψε στην αυτοβιογραφία του «Ο κινηματογράφος, τα πρόσωπα κι εγώ», που κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.«Ολοι εσείς που αγαπήσατε τον ελληνικό κινηματογράφο και τους ανθρώπους του, όταν διαβάζετε κάτι σχετικό (και ιδιαίτερα τις αυτοβιογραφίες τους), να κρατάτε «μικρό καλάθι», γιατί το ίδιο γεγονός ο καθένας το αφηγείται όπως τον συμφέρει, έτσι ώστε να ικανοποιεί το δόλιο το «εγώ» του. Αυτό ισχύει και για το δικό μου το βιβλίο. Όσο κι αν θέλω να είμαι αντικειμενικός -το θέλω άραγε;- την άποψη που με συμφέρει θα προβάλω. Μικρό καλάθι λοιπόν. Εμείς οι άνθρωποι του θεάματος είμαστε εγωκεντρικά πλάσματα. Το σύμπαν κινείται πέριξ του εαυτού μας. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, δεν θα καταφεύγαμε σε αυτοβιογραφίες... Οπως και να ‘χουν τα πράγματα, διαβάστε μας. Εχουμε γούστο. Αλλωστε μας αγαπάτε. Δεν το ‘παμε;».
ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ