FEVER: Μακρόπουλος-Μαζωχνάκης (Στου συχωρεμένου δεν παν με τσάντα λεοπάρδαλη, καλή μου)

30.12.2007
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ:
«Δε ζω, πεθαίνω/ που είσαι μακριά μου, πεθαίνω/ τα βράδια που μόνος μου μένω, πεθαίνω/ οι σκέψεις με κάνουν τρελό, πεθαίνω/ τώρα με βλέπεις σαν ξένο, πεθαίνω/ που σ’ αγκαλιάζει άλλος, πεθαίνω»
Σε προειδοποιώ: μη μου κουβαληθείς στο Fever με λεοπαρδαλέ γιλέκα, πaνθηρέ τσαντάκια και τέτοια, διότι θα είσαι εκτός.
Εδώ έχουν πένθος οι ανθρώποι, εξ ου και φοράνε ΟΛΟΙ μαύρα (για τα ακριβή μοντέλα θα σου πω μετά), κι όταν λέμε όλοι εννοούμε από το Μακρό και τον Μαζώχ, μέχρι τα μπαλετικά και τα non-papers της αρχής.
Επίσης, αν η τροχαία έμπαινε και σε κάνα μαγαζί αντί να γυρνάει ασκόπως στους δρόμους, θα έστελνε εδώ έναν τροχονομάκο να τους βάλει σε σειρά πίσω από τον κιλίβαντα του ‘συχωρεμένου’, διότι παρά τα κηδειέ ρούχα και άσματα, δεν έχουν γίνει ακόμα σωστή πομπή.
Τώρα τι λες?/ τώρα που βλέπεις να πεθαίνω/ μήπως είναι κι αυτό υπερβο-λές?»
«Κοίτα να μαθαίνεις/ πως είναι να πεθαίνεις»
Χτύπα ξύλο και ακούνε οι από πάνω, ‘σχήμα’ μου.
Όλη νύχτα σταυροκοπιόμουνα κι έφτυνα τον κόρφο μου.
Αφού είναι να το παίζει έτσι, το φετινό σχήμα, γιατί δεν κολλάει μια κηδειοαγγελία στην κολώνα της εισόδου να ξέρει και ο φιλοθεάμων πού μπαίνει νυχτιάτικα. (Είναι κι άνθρωποι που το σκιάζονται το βρικολακιασμένο, ξέρεις).
Προσθέτω τώρα σε όλα αυτά και το γεγονός ότι ο Νίκος Μακρό, τελεί υπό «Κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» εδώ και τρία χρόνια τουλάχιστον (κι ακόμα ένα ασθενοφόρο δεν έχει περάσει να τον μαζέψει) και τι συμπέρασμα βγάζω;
1ον, πως το ΕΚΑΒ υπολειτουργεί και, 2ον, πως για να επιβιώσεις μετά την εμφάνιση του μαυροντυμένου μπαλέτου την ώρα που κοπανιέται σαν καταδικασμένο (λόγω ομαδικών οργίων), σε αιώνια κάθειρξη στο βαθύ καζάνι, πρέπει να έχεις άγιο μαζί σου.
Ή μαστάγιο (άγιο με μαστίγιο), για να δέρνεις όσους μπαλετιστάς πάνω στο χαμό, βρίσκουν την ευκαιρία και πέφτουν πάνω στις μπαλετίστριες, σε χορευτική φιγούρα τύπου «σ’ έχω-βάλει-κάτω-και-σε-..-αμείλικτα».
Τέλος πάντων, από την αρχή μύριζε το φαγητό ότι θα καιγότανε, διότι με το που κάθισα στη θέση μου άκουσα από τα μεγάφωνα το καινούριο σουξέ από το καινούριο CD του Μακρό, το οποίο ‘μιλάει’: «Κατεδαφίστε το/ τώρα γκρεμίστε το/ κι ύστερα βάλτε μια φωτιά να γίνει στάχτη»
Πρόταση την οποία ο επιχειρηματίας του Fever θα πρέπει να σκεφτεί σοβαρά.
ΠΡΙΝ ΠΑΣ
ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 210-92.17.333
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Λ. Συγγρού & Λαγουμιτζή 25
ΗΜΕΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ: Πέμπτη-Κυριακή
ΕΝΑΡΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ: 23:30

ΤΙΜΕΣ
Εισιτήριο: 25 ευρώ
Φιάλη Ουίσκι/4 άτομα: 180-200 ευρώ (κομπλέ)
Φιάλη κρασί/2 άτομα: 100 ευρώ (κομπλέ)

Ήμουν κι εγώ εκεί...
Λόγω υψηλής συγκέντρωσης τεστοστερόνης στα ‘ονόματα’ του σχήματος (Μάξιμος, Μακρόπουλος, Μαζωνάκης ?όλα από ‘μη’, αν πρόσεξες), τα non-papers της αρχής είναι κορίτσια (πλην ενός).
Το ένα ήταν τόσο ψηλό κι αδύνατο που όταν άπλωνε τα χέρια ήθελες να πας να κρεμάσεις τη ρόμπα σου πάνω του, ίδιο καλόγερος-κρεμάστρα ήταν.
Το άλλο, περιστατικό που ‘φόραγε’ μαύρο και στο μαλλί, ήταν σίγουρα μέλος της οικογένειας Άνταμς (είναι μόδα φέτος;) που όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει ‘αγριόγατο’.
Γι’ αυτό και εμφανίζεται με (μαύρο) δερμάτινο παντελόνι-κολάν τόσο εφαρμοστό που σίγουρα υπάρχει κάποιος ειδικός στα παρασκήνια για να το ξεφλουδίζει από πάνω του μετά (και τζάμπα απολέπιση συμβαίνει στο Fever φέτος).
Το τρίτο, είναι ένα ξανθό non-paper που κάνει, προφανώς, προπόνηση για τους Ολυμπιακούς στο Πεκίνο, αλλιώς δεν εξηγούνται τόσα double axels στη φωνή. Το γλιστράει το skate επί του πάγου και παίρνει σβάρνα και τις 9 νότες του πενταγράμμου.
[Ακόμη στις 7 νότες έχεις μείνει εσύ και κουνάς τα χέρια; Καημένε, είσαι τόσο πασέ.
Εδώ και χρόνια έχουν αυξηθεί οι νότες σε όλες τις πίστες της επικράτειας, για να μπορούν να καλύψουν τις ειδικές δεξιότητες των εμφανιζομένων, δηλαδή να μην αφήνουν κενό πνιγμού μετά το σι, όπως έκαναν παλιά].
Για τις νότες υπάρχει μια ανοιχτή συζήτηση στο Fever, διότι παρατήρησα ότι το κάθε non-paper έχει δική του άποψη για τη σειρά εμφανίσεως τους: το ένα δε λέει καθόλου το μι, το άλλο νομίζει ότι το σολ προηγείται του φα και το καλύτερο μπλέκει το ντο με τις ανταύγειες.
Γενικώς από φωνές μαύρο μίνι η κατάσταση.
Μέχρι να πάει η ώρα μία είχα δει τουλάχιστον 19 σουτιέν με πούλιες, στρας και ό,τι άλλο μπορεί να υπερφωτίσει μια περιοχή, εκτός από το νέον.
Είδα επίσης το αγόρι της παρέας να σκάει στην πίστα με σακάκι από ύφασμα αυτό το αλουμινέ αντιπυρικό με το οποίο φτιάχνουν τα γάντια για το φούρνο και να κάνει ντουέτο με ένα γενικότερα ‘non’, που προσποιείτο ότι φόραγε κάτι σε (μαύρο) ξεσκισμένο τοπ με τίποτα από κάτω (ή ήταν κολάν κι αυτό και δεν το κατάλαβα;).
«Ακόμα μια φορά σκότωσέ με
Ακόμα μια φορά πλήγωσέ με
Ακόμα μια φορά τέλειωσέ με
Ακόμα μία, μία, μία, μία, μια, μία»

Το ύφασμα επιπλώσεως σε λωρίδες που τέμνουν διαγωνίως το σώμα είχε εμφανιστεί προηγουμένως, προκαλώντας ίλιγγο στο πλήθος. Από το σκιάξιμο των πολλών μαύρων, με συνέφερε το (μαύρο) γάντι μέχρι τον αγκώνα που έφερε το τύπου καλόγερος ψηλοκόριτσο, το οποίο βγήκε με ανισόπεδο dress και κορσέ από ασημένια στρας, που ‘έσπαγαν’ τη μαυρίλα. Το ίδιο περιστατικό, αν δεν κάνω λάθος, λίγο αργότερα βγήκε με φόρεμα-φουφούλα σαν αυτά που έβαζαν παλιά στα μωρά για να κρύβουνε τις πάνες.
Νομίζω ότι σε αυτό το σημείο, η παραπλησίως καθήμενη ευτραφής με το τιγρέ κολάν, κατάλαβε ότι ήταν εντελώς εκτός μόδας κι έβγαλε το παπούτσι με το τακούνι στιλέτο κι άρχισε να τρίβει τον κάλο που την είχε πεθάνει(sic) στον πόνο.
Για μια στιγμή φαντασιώθηκα ότι θα πήγαινε να κοπανήσει με το τακουνοστιλέτο όλες τις κουλές στο κεφάλι, αλλά εκείνη τη στιγμή ξαναβγήκε το αγόρι με το σακάκι φούρνου και κέρδισε την προσοχή μας.
Μετά, συνέβησαν τα ακόλουθα ταυτοχρόνως: Ο κιθαρίστας άρχισε να ριφάρει τύπου Μετάλικα με ηλεκτροπληξία, κάποιος είπε «Το ξέρω θα ‘ρθείς/μια μέρα να με ξαναδείς» 14 φορές, κάνοντας ‘ερμηνεία’ κι εμένα σα να μου φάνηκε πως είδα τον Χάννιμπαλ Λέκτορ μέσα στο πλήθος να χαμογελάει.
Στο Fever, δεν περιμένουν να περάσει η ώρα για να τεζάρουν την κονσόλα. Από τις δώδεκα παρά τέταρτο βάραγε η ορχήστρα αλύπητα οπότε μέχρι να βγει το αγόρι Μάξιμος να μας πει «Ποια στιγμή δεν θα ‘χω διλήμματα/ ποια στιγμή» την είχαμε πάθει την κρανιοεγκεφαλική κάκωση.
Με το στόμα λίγο στραβό άκουσα και το «Κοίτα να μαθαίνεις/ πως είναι να πεθαίνεις» και το «Και λέει, λέει και τι δε λέει και πάει λέγοντας/ πες μου τι θέλεις κι αμέσως θα το κάνω/ εγώ μωρό μου για σένα θα πεθάνω» και είδα το κοστούμι τα το γκλίτερ να λαμπυρίζει στο σκοτάδι.
Υπερκινητικό αγόρι ο Μάξιμος, που το κουνάει το χέρι όταν ερμηνεύει και το οποίο λόγω φωνής και ονόματος μας έφερε κατ’ ευθείαν στο μέτωπο της Γαλατίας με τις ρωμαϊκές λεγεώνες να χρησιμοποιούν ύπουλες τραγουδιστικές μεθόδους για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό:
«Αμάν και πως
διακαώς σε επιθυμώ»

, είπε ο Μάξιμος και τους είδαμε τους Βησιγότθους να τρέχουν προς το δάσος να κρυφτούν και να μην ξαναβγούν σε ξέφωτο τα επόμενα 20 χρόνια τουλάχιστον.
Πώς νομίζεις ότι έγινε η Ρώμη αυτοκρατορία με το σπαθί της;
Λάθος. Με το μίνι της μελαχρινής έγινε, η οποία βγήκε ντυμένη με σκέτο χρυσό φόρεμα κι έκανε ντουέτο-όλεθρο με τον Μάξιμο. Πάνε και τα ζώα του δάσους.
Επιτέλους στη 01:18 άρχισε η ‘εισαγωγή’ για να εμφανιστεί και ο Μακροκαίσαρ. Η ορχήστρα παίζει επί 5 λεπτά διάφορα ‘μοτίβα’ που κάνουν τους Οστρογότθους να κατευθυνθούν προς τα βάθη της Ανατολής για να γίνουν χανουμάκια, μετανοώντας για όλα.
Ο Αβέ Μακρό, εμφανίζεται (ντυμένος «έκπληξη», στα μαύρα) πάνω σε τεράστια κεντρική σκάλα σε στάση Καίσαρος έξω από το Καπιτώλιο, φωτισμένος με κόκκινο φως.
«Κρίση.. .
Με πιάνει κρίση
Μαζί μου πως την έχεις δει
Εγώ δεν είμαι αντικείμενο για χρήση
Κρίση.. .
Με πιάνει κρίση
Κι άμα με πιάσει δεν μπορεί
ένας ολόκληρος στρατός να με κρατήσει»

Τραγούδι που μας επαναφέρει στο θέμα του μετώπου της Γαλατίας.
Στο μεταξύ ο ήχος έχει ξεπεράσει τα ντεσιμπέλ του Κανάβεραλ την ώρα της εκτόξευσης, και το χαμόγελο του Μακρό με τα ωραία δόντια του σα διαφήμιση οδοντόκρεμας, παίρνει μια εξωγήινη διάσταση. Πολύ γοητέμπορας ο Νίκος, ειδικά όταν η φωνή πέφτει στα χαμηλά..
«Ένα σταυρόλεξο είναι η καρδιά σου
Θέλω να γεμίσω τα κενά σου
[.. .]
Άντε ψυχανάλυση να κάνεις
Δεν μπορείς εσύ να με τρελάνεις»

[Καινούριο]
Πρόσεξα επίσης εκείνο που λέει: «Υπό το μηδέν ο έρωτάς σου
Υπό το μηδέν τα αισθήματά σου
Κι εγώ με πουκάμισο..»

Και το αριστούχο:
«Κρυφτό δεν παίζουμε με τα αισθήματα
Υπάρχει και ο πόνος στα συναισθήματα»

Με όσα ‘δυνατά’ τραγούδια κι αν μας χτύπησε ο Μακρό, την άπαιχτη είσοδο του Μαζωχνάκη δεν μπόρεσε να την ξεπεράσει. Κανείς δεν μπορεί.

Έχω νευριάσει γιατί/ μ’ έχεις πλησιάσει πολύ..
Στη μία και 57’ κάνει ‘έξοδο’ ο Μακρό και αρχίζει να οικοδομείται η αναμονή για την εμφάνιση Μαζώ.
Πέφτει ένα άσπρο πανό-κουρτίνα το οποίο εντείνει την αγωνία μας και το κεφάλι πάει να σπάσει από τα ερωτηματικά: τι κρύβεται από πίσω?
Στις δύο και ένα λεπτό ένας χτιστός σαξοφωνίστας, απόφοιτος πολλών γυμναστηρίων, αναδύεται από τα έγκατα του Fever. Το πατάει το όργανο επί ένα λεπτό περίπου και μετά ξαναβυθίζεται μαζί με την πλατφόρμα που τον κουβαλάει.
Στο Στις 02:03 σηκώνεται σιγά-σιγά το πανοκούρτινο και αποκαλύπτεται το.. μυστικό.
Περιτριγυρισμένος από τους άνδρες του μπαλέτου (στα μαύρα) ο Μαζ, λέει το «Σ’ έχο επιθιμίσι (x3)/ έφιγες πριν δίο λεπτα/ κι ιδι μου’ χις λίψι αρκετά», το οποίο μου λύνει την απορία που με βασάνιζε από τη μέρα που είχα πάει στου Σαρλάνη.
Τότε που νόμιζα ότι είχαν κόψει τα έψιλον γιώτα για λόγους οικονομίας. Λάθος.
Το τραγούδι αυτό λέγεται με σκέτα γιώτα διότι έτσι είναι γραμμένο.
Όση ώρα ο Μαζ, άδει ότι θα ‘σκοτωθεί’ (πρωτότυπο), το μπαλέ, που έχει συμπληρωθεί και από τα κορίτσια (στα μαύρα), αναπαριστά σκηνή κολασμένων σαλιγκαριών που προσπαθούν να βγουν από το τσουκάλι με το αλεύρι που τα έχει βάλει η νοικοκυρά πριν τα μαγειρέψει.
Κατά μόνας ή ανά δύο οι μαυροντυμένοι χορεφταί, κουνάνε λεκάνες και άνω-κάτω άκρα προς όλες τις κατευθύνσεις. Στα δεξιά της σκηνής (και στα μουλωχτά) ένας μπαλετιστής έχει πάρει στάση πάνω από μία Άννα Παβλόβα, η οποία έχει πέσει τα μπρούμυτα και κάνει ότι της αρέσει, όσο εκείνος κουνάει με νόημα τη λεκάνη του.
«Έχω νευριάσει γιατί
Μ’ έχεις πλησιάσει πολύ»

Για να το λέει ο Μαζ κάτι θα ξέρει, εμένα πάντως νευριασμένη δε μου φάνηκε.
Αφού τελείωσε ο πανικός του οργίου, το αστέρι της βραδιάς μας καλωσορίζει και μας ζητάει να του αφήσουμε τις καρδιές μας να τις ζεστάνει αυτός.
Μετά μας λέει ότι τον «λένε Γιώργο» (ακόμα) και ότι «Ανήκει σε εκείνον και στα όνειρά του» κι ότι «πεθαίνει κι αυτός μεσ’ στη μοναξιά του» (για να μη νομίζουμε ότι φεύγει κανένας από αυτό το μαγαζί ζωντανός).
Ανοίγει τερααάστια βιντεο-οθόνη στο πίσω μέρος της πίστας επί της οποίας προβάλλεται εντελώς μετά-μετά-μετά μοντέρνο βίντεο αρτ.
Στην αρχή συμβαίνουν διάφορα υποβρύχια με μπουρμπουλήθρες και μία που φοράει μπικίνι, μετά όμως βλέπουμε κάποιους άλλους που έχουν ‘πέσει’ με τα ρούχα (και υποθέτουμε ότι είναι οι χθεσινοί πελάτες του καταστήματος).
Παράλληλα ακούγεται ένα σόλο στο κλαρίνο που τι σχέση έχει με το post-modern δεν κατάλαβα και ο Μαζωχνάκης που λέει «Φεύγω για μένα»και χτυπάει το κεφάλι του.
Η ορχήστρα τον ‘καβαλάει’ συνεχώς αλλά δε μοιάζει να τον νοιάζει καθόλου ?τα μασάει κάτι τέτοια ο Μαζ.
Μετά, εμφανίζεται το μπαλέ ντυμένο παιδάκια στη γειτονιά που παίζουν κι έχουν ποδηλατάκια, φοράνε φούτερ με κουκούλες, κάνουν σκέιτ, είναι break dancers και ραπάρουν, όσο ο περί ου λέει ότι «θέλει να γυρίσει στην παλιά του γειτονιά» (βρε, είχανε στη Δραπετσώνα σκέιτ μπορντ μετά τον πόλεμο?).
Συγχρόνως ο σάξμαν έχει εμφανιστεί από πάνω από όλα αυτά (ψηλοκρεμαστός) και συνεχίζει να βαράει το όργανο, μέχρι που ‘βυθίζονται’ από τη σκηνή οι ράπερ και οι σκεϊτμπορντάδες και εμφανίζεται ατομάκι αδύνατο και χλωμό με μουστάκι και βιολί(!), το μπαλέ, αποτελούμενο από αγόρια μπρατσαράδες, χορογραφεύεται επί μουσικής σε στιλ πιάνο σονάτα Κοέχελ 356, και μου προκύπτει πολυπολιτισμικό ΚΑΙ αυτό το μαγαζί, δεν αντέχω άλλο.
Πάνω στην σκάλα Καπιτωλίου ο Μα, καπνίζει και ξεσκίζει το «Ξημερώνει πάλι» του Καρουνάκη, ενώ τα αγόρια του μπαλέτου έχουν εμφανιστεί με γυαλιστερό μπλε ύφασμα πιτζάμας και τα κορίτσια με το ίδιο ύφασμα σε μακριές τουαλέτες νυκτός.
Το κλαρίνο και το μπουζούκι έχουν βγει μπροστά και συνοδεύουν τον περφόρμερ «Μη» στο «Τέσσερις πήγε/ μου ‘παν πάλι φύγε/ φύγε από το μαγαζί». [Επιτέλους μια καλή ιδέα].
Ο Γιώργος ως γνωστόν, το πτυχίο φωνητικής το πήρε στα συγκρουόμενα εξ ου και με τα εεε και τα ιιι τσακίζει όλους τους προφυλακτήρες των συμφώνων.
Την ώρα που τα είχα μαζέψει και κατευθυνόμουν προς την πλησιέστερη έξοδο, τον ακούω να μου φωνάζει: «Οδηγώ και σε σκέφτομαι/ με τα μάτια κλαμένα/ και το νιώθω πως χάνομαι/ αφού χάνω εσένα», οπότε κοντοστέκομαι, σταυροκοπιέμαι, κοιτάω προς τον ουρανό και λέω στον μετρ που με κοίταζε με απορία: «Καληνύχτα σας και Θεός σχωρέστον».
«Πού πάτε;», μου λέει εκείνος, «δεν τέλειωσε το πρόγραμμα».
«Δυο λεπτά βγαίνω να πάρω αέρα και θα ξανάρθω, μμμ, στα σαράντα».

Τελικά αξίζει να πάω;
Πριν πας, κάνε ένα τσεκ-απάκι για να ‘χεις το κεφάλι σου ήσυχο: πίεση, γενική αίματος, ταχύτητα καθίζησης, γενική ούρων, κάνα σφράγισμα στο δόντι, τα κλασικά. Διότι όπως λέει και o Μακρό σε ένα από τα παλιά τραγούδια του παλιού Cd: «Εσύ είσαι μια κατάσταση προχωρημένη
Εσύ είσαι μια κατάσταση βαριά»

άσμα που σε προετοιμάζει για το επόμενο, σύμφωνα με το οποίο ο τελών σε βαριά κατάσταση τελικά τα παίζει και παρ’τα μπαλέτα μετά να τρέχουν πίσω από τον κιλλίβαντα σαν ξεμαλλιασμένες.

Γεωργία Λαιμού.
Ησουν κι εσύ εκεί; Πες μου τι είδες μ' ένα mail...: [email protected]