''Βόιτσεκ'' στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης

22.01.2002
To τρίτο, ανολοκλήρωτο έργο του Γκέοργκ Μπύχνερ, ο "Βόιτσεκ" ανεβαίνει στο Υπόγειο του θεάτρου Τέχνης από την Τετάρτη 30 Ιανουαρίου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη. Ένα έργο που παρότι γράφτηκε το 1833 παραμένει σύγχρονο καθώς καταπιάνεται με τις ουσιαστικές αγωνίες και τα βαθύτερα αισθήματα των ανθρώπων. Την εξουσία και τον εξουσιαζόμενο, την περιθωριοποίηση, τον έρωτα, την απώλεια, την προδοσία. Τη φαντασίωση μιας καλύτερης ζωής.
&00 To τρίτο, ανολοκλήρωτο έργο του Γκέοργκ Μπύχνερ, ο "Βόιτσεκ" ανεβαίνει στο Υπόγειο του θεάτρου Τέχνης από την Τετάρτη 30 Ιανουαρίου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη.
Ένα έργο που παρότι γράφτηκε το 1833 παραμένει σύγχρονο καθώς καταπιάνεται με τις ουσιαστικές αγωνίες και τα βαθύτερα αισθήματα των ανθρώπων. Την εξουσία και τον εξουσιαζόμενο, την περιθωριοποίηση, τον έρωτα, την απώλεια, την προδοσία. Τη φαντασίωση μιας καλύτερης ζωής.

Σε συνέντευξη τύπου που δόθηκε την Τρίτη 22 Ιανουαρίου, ο σκηνοθέτης Γιώργος Λαζάνης, ο οποίος πρωταγωνιστούσε στον Βόιτσεκ πριν 30 χρόνια, μίλησε για το έργο: " Είναι ένα γλυκόπικρο έργο που παραπαίει μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Ό,τι γίνεται, γίνεται στο μυαλό του Βόιτσεκ. Ο φόνος που διαπράττει θα μπορούσε να είναι φανταστικός και όχι πραγματικός. Ο Βόιτσεκ είναι ένας σπάνιος ρόλος".
Ο Πέτρος Μάρκαρης που υπογράφει τη μετάφραση του έργου μίλησε για το έργο αλλά και τον συγγραφέα Γκέοργκ Μπύχνερ: "Ο Μπύχνερ ήταν ένας συγγραφέας ο οποίος υπήρξε πολύ πιο μπροστά από το γερμανικό θέατρο της εποχής του. Σε όλη του τη ζωή ήταν αναμεμειγμένος σε επαναστατικά κινήματα. Ο "Βόιτσεκ" είναι ένα έργο που μιλάει για τη ματαιοπονία της επανάστασης.
Ο Βόιτσεκ είναι μια πρωτοποριακή φιγούρα. Ενας κουρέας στο στρατό, ένας προλετάριος. Ενας σκεπτόμενος προλετάριος και για αυτό καταραμένος. Σκέφτεται πολύ περισσότερο από όσο πρέπει. Αυτό θα τον οδηγήσει σε απομόνωση αλλά και στη φυγή προς τη φαντασίωση. Επειδή δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανέναν άλλον μιλάει με τον εαυτό του και γι αυτό θεωρείται τρελός. Αυτή η εσωτερική απομόνωση έχει επίπτωση και στη σχέση του με την κοπέλα του, τη Μαρία. Ζει σε μια φαντασίωση και όταν βγαίνει από αυτή, η πραγματικότητα τον οδηγεί να σκοτώσει την κοπέλα".

Ο πρωταγωνιστής της παράστασης, Νίκος Αρβανίτης τόνισε τη σημασία της διαχρονικότητας του έργου και του ρόλου του: "Το έργο γράφτηκε το 1833. Ο Βόιτσεκ όμως, υπάρχει παντού σήμερα. Όπου υπάρχουν τα μεγάλα εγκλήματα αλλά και οι μικρές προσβολές, εκεί εμφανίζεται ο Βόιτσεκ για να μας υπενθυμίσει ότι η ζωή δεν μπορεί να είναι μια κόλαση".
Η Κάτια Γέρου που υποδύεται τη Μαρία, μια απλή κοπέλα με φιλοδοξίες, προσπάθησε να ερμηνεύσει τη φονική πράξη του Βόιτσεκ: "Οι άνθρωποι χτυπούν τη σάρκα τους όταν πια έχουν χάσει τα πάντα. Αν κατανοήσουμε την αίσθηση της απώλειας μπορούμε να καταλάβουμε τη φονική διάθεση ενός ανθρώπου", ενώ μιλώντας για το ρόλο της τόνισε: "Η Μαρία είναι μια απλή κοπέλα που προσδοκά έναν καινούριο έρωτα για να ξεφύγει από το φοβερό περιβάλλον στο οποίο ζει. Έναν έρωτα που θα πληρώσει όμως, με τη ζωή της. Υπό κανονικές συνθήκες η απιστία θα προκαλούσε απλά πόνο. Στο νοσηρό περιβάλλον που ζουν η Μαρία και ο Βόιτσεκ η απιστία προκαλεί το θάνατο".

Τη μουσική του έργου έγραψε ο Νίκος Ξυδάκης και όπως ο ίδιος είπε "Δεν είναι τυχαίο που παίζεται αυτό το έργο με διαφορετικές επιλογές πάνω στο ύφος της μουσικής. Εγώ δε διάλεξα σχεδόν κανένα ύφος. Σε κάθε σκηνή χρησιμοποιώ κάποια μουσική που στην επόμενη σκηνή μεταμορφώνεται σε κάποια άλλη. Στο τέλος του έργου η μουσική καταλήγει σε ένα δραματικό χορό, σε έναν ήχο που αδυνατεί να γίνει σύνθεση, όπως το έργο αδυνατεί να έχει ένα τέλος".

Βοηθός του Γιώργου Λαζάνη είναι ο Θόδωρος Γράμψας.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης επιμελήθηκε η Ελένη Μανωλοπούλου, την κίνηση η Βάλια Παπαχρήστου και τους φωτισμούς ο Αλέκος Αναστασίου.
Εκτός από την Κάτια Γέρου και τον Νίκο Αρβανίτη παίζουν οι: Θόδωρος Γράμψας, Χρήστος Σαπουντζής, Χρυσόστομος Μακαβέλος, Αλέξανδρος Σωτηρίου, Ιωάννα Παπαδάκη, Αλέξης Σαρηπανίδης, Χριστίνα Φρονίστα, Μελέτης Ηλίας, Ήλια Καρακώστα, Χάρης Κκολός, Μιχάλης Κοιλάκος, Στάθης Μαντζώρος.