Μ. Καραγάτσης: Μικρή αποτίμηση ενός μεγάλου έργου

16.10.2007
Η φετινή χρονιά του ανήκει. Δύο τηλεοπτικές σειρές, ο θρυλικός Γιούγκερμαν και το ατμοσφαιρικό Δέκα, μονοπωλούν το ενδιαφέρον, την ώρα που τα ομότιτλα βιβλία αναρριχώνται στην κορυφή των πωλήσεων. Λίγο πριν η βιογραφία του σπουδαίου Ελληνα λογοτέχνη βρεθεί στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, η κόρη του, Μαρίνα, μοιράζεται με τις Εικόνες σκέψεις και ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό.

Από την Ελένη Γκίκα
Ρhotos: Προσωπικό αρχείο Μαρίνας Καραγάτση

Ας γελάσω!» Ετσι, γελούσε! Με το έργο του («και τώρα που τέλειωσα την κριτική μου, ας μιλήσουμε για σοβαρά ζητήματα: θα πάμε κάνα βράδυ, μετά την παράσταση, να πιούμε κάνα ουίσκι, να χορέψουμε κάνα μάμπο;») με τη ζωή του την ίδια («αυτό θ αποδειχθεί στην κηδεία μου, όπου θα ρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο»). Υπήρξε, εξάλλου, η τελευταία του λέξη.

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 1908 ως Δημήτρης Ροδόπουλος και πέθανε στην Αθήνα στις 14 Σεπτεμβρίου 1960.

Είρων, ευζωιστής, από ιδιοσυγκρασία φιλόκαινος, ακάματος, αντικομφορμιστής, κατά περίσταση επικός, λυρικός, οραματικός, ηθογραφικός και ψυχογράφος, ιστορικός και ψυχαναλυτής, τέλειος γνώστης της εσωτερικής δομής, έδωσε μυθιστορήματα που μας χαράζουν και ωριμάζουν στον χρόνο. Οι κριτικοί της γενιάς του αντιμετώπισαν με επιφύλαξη ή και απέρριψαν το έργο του. Οι κρυφοί, παθιασμένοι αναγνώστες του «έλκονταν και απωθούνταν» απ αυτό. Εβδομήντα τόσα χρόνια μετά, θωρείται ως ο επιφανέστερος πεζογράφος της γενιάς του 30 και όσοι ντρέπονταν κάποτε να ομολογήσουν ότι τον διαβάζουν μετ απολαύσεως και μανιωδώς, αναγνωρίζουν, εν τέλει, το συγγραφικό μέγεθός του.

Πολυγραφότατος (πάνω από 20 βιβλία), με σαφή «τα γνωρίσματα της πεζογραφικής ιδιοφυϊας», άφησε πίσω του «έργο πληθωρικό, μεγάλης εμβέλειας, εικονοκλαστικό, αναθεωρητικό, απροσδόκητης συχνά βιαιότητας, ανοικονόμητο, γιατί δεν χωρούσε στα πλαίσια της οικείας για την εποχή του, στενόχωρης, αναιμικής και καθησυχαστικής ηθογραφίας» (Αρης Μπερλής).

Οπως δεν χωρά και σ' αυτό εδώ το αφιέρωμα. Ψήγματα, μόνον. Διότι ο Μ. Καραγάτσης που δεν πήρε ποτέ τον ρόλο του και το έργο του στα σοβαρά, που διόρθωνε σπανιότατα τη δουλειά του, αλλά και εκ των υστέρων δεν άδειαζε να ρίξει σε ό,τι έκανε ούτε ματιά, πουθενά δεν χώρεσε με τα σωστά του.>

Ο τίτλος στο θέμα του τεύχους 34 (18-24 Ιουνίου 1956) των Εικόνων έγραφε Ο πεζογράφος με τη διονυσιακή ιδιοσυγκρασία. Οταν τον χαρακτήρισαν έτσι ούτε καν εγώ η υπέργηρη, δεν είχα γεννηθεί. Τον αγάπησα, όμως, με κρυφό και φανερό πάθος στην πρώτη γυμνασίου: Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Η μεγάλη χίμαιρα, Τα στερνά του Γιούγκερμαν, Το χαμένο νησί, Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, Ο κίτρινος φάκελος, Λειτουργία σε λα ύφεσις, Νυχτερινή ιστορία, Ο μεγάλος ύπνος, Αμρι α Μούγκου, Τα στερνά του Μίχαλου, Σέργιος και Βάκχος, Αίμα χαμένο και κερδισμένο, Βασίλης Λάσκος, Το συναξάρι των αμαρτωλών, Η λιτανεία των ασεβών, Το μπουρίνι, Η μεγάλη λιτανεία, Το μεγάλο συναξάρι... μου έκλειναν το μάτι για μια ζωή κι απ ό,τι αντιλαμβάνομαι όλο αυτό είναι κοινό βίωμα πολλών, εφόσον πια όλα φαίνεται να κατασταλάζουν και ν αλλάζουν.

«Το όραμα τελειώνει. Τελειώνει; Η Μαρίνα κοιτάει ολόγυρα πλέει η άσπρη εκκλησία στον ήλιο, που μπαίνει ανεμπόδιστος από τα μεγάλα παράθυρα οργιάζει στα χρώματα και στη λαμπράδα ενός γιορτερού κόσμου. Το κεφάλι του γερο-ιερέα, με λυτά μαλλιά και τα μακριά γένια έχει κάτι από την ήρεμη λάμψη μύστη ορφικού. Οι ψαλμοί, πρωτόγονα μελωδικοί, αναβλύζουν από ψυχές κρυστάλλινες. Στα έξυπνα, τ ανήσυχα και τυραγνισμένα πρόσωπα του κόσμου ζωγραφίζεται χαμόγελο κρατημένης χαράς κι αμυδρής ειρωνείας»...

...«Η τελετή τέλειωσε. Η Μαρίνα βγαίνει από την εκκλησία, στηριγμένη στο μπράτσο του άντρα της. Ο πλακόστρωτος περίβολος ξαπλώνεται θαμπωμένος από φως κιτρινόχρυσο, εξαίσια αντίθεση στον καταγάλανο θόλο τ ουρανού. Από το πέλαγο ο μπάτης σιγοπνέει γεμάτος αρμυρές οσμές κι αργοσαλεύει τα φύλλα των φοινικιών. Δεξιά, σε κατανομή αμφιθεατρική, υψώνεται η ηλιόλουστη πολιτεία, σμιλεύοντας το λευκό ασβέστη της με τη ζαφειρόσκονη τ ουρανού. Η ζωή της χαμογελάει της ανοίγει την γλυκιάν αγκαλιά της να την δεχτεί, να την βαφτίσει στις χαρές της. Με στέρνο πλημμυρισμένο από ευτυχία μισοκλείνει τα μάτια μπροστά στην εξαίσια εικόνα και το μεθυστικό όραμα. Χαμογελάει γλυκά, Και γέρνοντας ολόκορμη προς τον άντρα της, του παραδίδει το ριζικό της» (από το μυθιστόρημα Η μεγάλη χίμαιρα)

«- Αύριο δε θα φαίνεται τίποτα, είπε. Μα το αίμα θα μείνει, κι ας μη φαίνεται. Θα μείνει εδώ, μέσα στη γη. Η γη πάντοτε θυμάμαι...

Πέρασε το χέρι στο μπράτσο του φίλου του. Τον κοίταξε στα μάτια. Και είπε:

- Πάμε! Εχουμε πολλά πράγματα να κάνουμε εμείς οι δυο...

Εφυγαν. Πήραν το δρόμο που πηγαίνει προς την πολιτεία. Περπατούσαν χωρίς να μιλάν. Περπατούσαν σίγουρα, βαριά, ρυθμικά. Σαν στρατιώτες που πηγαίνουν να συναντήσουν τον εχθρό. Να πολεμήσουν...Τώρα ο ήλιος δεν ήταν πια κόκκινος. Ηταν χρυσός» (από Το μεγάλο συναξάρι).

Μικρά αποσπάσματα με λέξεις-κλειδιά, όπως «τελειώνει;», «αμυδρή ειρωνεία»,«ριζικό της», «αύριο δεν θα φαίνεται τίποτα», από έναν συγγραφέα που επαληθεύει ότι «το έργο θα μείνει», για να αποκαλύπτει μεγέθη και εκτός εποχής. Εξάλλου, πολλοί άνθησαν αργά ή νωρίς και η περίπτωση Μ. Καραγάτση, μία απ αυτές, το αποδεικνύει.

«Πότε ρεαλιστής και πότε λυρικός, πότε ενδοστρεφής και πότε σατιρικός ή και ευτράπελος, αλλά πάντοτε αμοραλιστής στο βάθος, στάθηκε ένας από τους οξύτερους παρατηρητές και ελεγκτές της νεοελληνικής, αστικής ιδίως, κοινωνίας»... ο Μ. Καραγάτσης κατά τον Γ.Π. Σαββίδη.

«Από ιδιοσυγκρασία φιλόκαινος και θαυμαστής κάθε προόδου, από πεποίθηση αντικομφορμιστής και πολέμιος κάθε συμβιβασμού, δέχθηκε με ενθουσιασμό κάθε νέα ιδέα -πλην του μαρξισμού, μολονότι υιοθέτησε πολλά διδάγματα του ιστορικού υλισμού- και έδωσε συχνά οξύτατες μάχες για θέματα κοινωνικού είτε πνευματικού ήθους», και πάλι, Γ.Π. Σαββίδης.

Και ο Αντρέας Καραντώνης, αποτιμώντας «πεζογράφους και πεζογραφήματα της γενιάς του 30» θα γράψει: «Τα ένστικτα του Καραγάτση είναι κατακτητικά, αρχηγικά - και, από την πλευρά αυτή, είναι ο μόνος από τους συγγραφείς μας που μας θυμίζει τη θυελλώδη κατακτητική ιδιοσυγκρασία του Μπαλζάκ. Ετσι, ο Γιούργκερμαν είναι περισσότερο μια αλληγορία παρά ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, περισσότερο μια ονειροπόληση και μια συνισταμένη επιδιώξεων παρά μια οντότης... Ο Καραγάτσης είναι κατά την περίσταση, επικός, λυρικός, οραματικός, ηθογράφος και ψυχογράφος, κοινωνιολόγος, ιστορικός και ψυχαναλυτής, σκληρός σατιριστής με πένθιμο πάντα χιούμορ. Μόνο ανάλαφρος, μόνο χαμογελαστός, μόνο χαριτωμένος, μόνο ιωνικός δεν είναι. Βαρύς, αδρός και πρωτόγονος, χωματώδης, πυκνά γήινος, βάρβαρα αθλητικός, είναι μαζί και γεωργός και θαλασσινός...»

Κι ο Τάσος Βουρνάς, στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1960: «Τέλειος γνώστης της εσωτερικής δομής και της λειτουργίας του μυθιστορήματος, ο Καραγάτσης είναι ο γοητευτικότερος αφηγητής, ο προικισμένος μυθοπλάστης. Είχε αντιληφθεί την προσφορά των κλασικών μορφών του μυθιστορήματος και αντιστάθηκε με επιμονή στις νέες τάσεις μιας πεζογραφίας που διάλυσε το μύθο και τη φόρμα για χάρη μιας βαθύτερης, κατά τους ισχυρισμούς της, ενδοσκόπησης της ανθρώπινης αγωνίας και ενός λυρισμού που εισόρμησε στις σελίδες της από την περιοχή της ποίησης. Ανισος, αλλοπρόσαλλος, πεισματικά καρφωμένος στην ιδέα ότι η λίμπιντο αποτελεί τον άξονα της ανθρώπινης ψυχολογίας και την κινητήρια δύναμη της ιστορίας και της κοινωνίας, έδωσε κάποτε σελίδες παλλόμενες από θελκτικό νεύρο και άλλοτε αφόρητα ρηχές, σαρκάζοντας τα πάντα, περιφρονώντας τα πάντα, χωρίς να εξαιρεί -κι εδώ βρίσκεται η τιμιότητά του- ούτε τον ίδιο του τον εαυτό». Και το μεγαλείο του, θα λέγαμε. Μια ζωή «ας γελάσω!»

Ο Μ. Καραγάτσης σε πρώτο πρόσωπο

«Γεννήθηκα στην Αθήνα, σ' έν από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιο. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω τους διαφόρους αρμοδίους, όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάξ. Εγώ, βέβαια, θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι, ψηλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτιο φάρσα μου...

Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πως υπήρξα και... Αρσακειάδα!) κι αντί να ερωτευθώ τις συμμαθήτριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Εκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην γυναίκα των ονείρων μου. Αυτή όμως -που κάτι είχε καταλάβει- με προβίβασε στη μεγαλύτερη τάξη, όπου δίδασκε μια γεροντοκόρη με κακόχυμα σπυριά... Πρώτη ερωτική απογοήτευση...

Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όπου έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ενας μονάχα -ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και με μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσε να καταλάβω... αργότερα όμως κατάλαβα. Ο κ. καθηγητής ήταν... λογοτέχνης... Εννοείται, πως τον εκδικήθηκα σκληρά... Ημουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίες Ελλήνων Λογοτεχνών, όταν ο κ. καθηγητής -γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου, για να μπει κι αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διανόησης...

Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι κι εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Κάποτε σπούδασα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ.κ. Πέτρον Χάρην, Αγγελον Τερζάκην, Γιώργον Θεοτοκάν, Θανάσην Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτη, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στην δικανική σταδιοδρομία τους - όπως κι εγώ εξ άλλου.

Εφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίεψα ποτέ. Αργότερα τόρριξα στην πεζογραφία,ένας Θεός ξέρει το γιατί...

Εγραφα πολλά και διάφορα, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωές μου -Λιάπκιν, Μαρίνα Ρεϊση, και κυρίως Γιούγκερμαν- είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι, που στέκουν ψηλότερ από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πώς το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα Σχολεία του Κράτους, εξίσταμαι ως η Ακαδημία δεν μου έδωσε ακόμα το βραβείο Αρετής, πώς δεν μ εκάλεσε ακόμα να παρακαθήσω στους ενάρετους κόλπους της, κοντά στον κ. Σπύρο Μελά. Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο κι είμαι συμπαθητικώτατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θ αποδειχθεί στην κηδεία μου, όπου θάρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο.

Είμαι βέβαιος, πως ο Θεός θα με κατατάξει μεταξύ των Αγίων. Αμήν!»

Γράφουν για τον Καραγάτση

Κώστας Μουρσελάς συγγραφέας
«Τον αγαπώ και τον εκτιμώ βαθύτατα. Γιατί; Είναι από τους πρώτους που κυκλοφόρησε με άνεση τους ήρωές του μέσα στην πόλη, στην τραπεζαρία, στο σαλόνι, στην κρεβατοκάμαρα, στο γραφείο. Η γκάμα τους περιλαμβάνει και μεγαλοαστούς και αστούς και μικροαστούς και ανθρώπους του υπόκοσμου και επιτυχημένους και αποτυχημένους. Γιατί μου πάει η γλώσσα του, το στυλ του, για τον λόγο ακριβώς που τον κατηγορούσαν στην εποχή του κριτικοί και κατεστημένες. Γιατί ο έρωτας, σε όλες τις μορφές του, παραμένει κυρίαρχο στοιχείο. Γιατί στους ήρωές του πλεονάζουν οι αντιθέσεις: είναι και δειλοί και τυχοδιώκτες και ευαίσθητοι και προδότες και άπληστοι, πράγμα που μας πείθει πόσο μοντέρνος παραμένει και σήμερα. Γιατί τα κίνητρά του είναι ανθρώπινα, δηλαδή και ιδιοτελή. Θυμηθείτε τον Γιούγκερμαν που ενώ ονειρεύεται να φτιάξει χαμαιτυπεία κατόρθωνε να γίνει ένας μεγάλος ιδιοκτήτης τράπεζας. Γιατί κατόρθωσε να δώσει στο έργο του, την αίγλη μιας παγκοσμιότητας, ενός κοσμοπολιτισμού. Ο Καραγάτσης παραμένει εκτός από απολαυστικός παραμυθάς και επίκαιρος, γιατί και τότε και τώρα βασιλεύει το κυνήγι του χρήματος, της δόξας, της επιτυχίας, ο αμοραλισμός, ο διασυρμός του αποτυχημένου, η ζούγκλα στη ζωή μας.Φρόντιζε να είναι προκλητικός, καυστικός για να προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη γιατί ήξερε ότι μόνον έτσι θα μπορούσε να πάει και βαθύτερα τις ιστορίες του».

Γρηγόρης Καραντινάκης σκηνοθέτης Γιούγκερμαν
«Η πρόταση για τη νέα τηλεοπτική μεταφορά του Γιούγκερμαν έγινε από τον παραγωγό και συνεργάτη Τάσο Παπανδρέου. Εχω διαβάσει πολλές φορές το ομότιτλο μυθιστόρημα και δεν σας το κρύβω πως η ιδέα να το σκηνοθετήσω είχε καρφωθεί χρόνια στο μυαλό μου. Δυστυχώς, δεν είχα την ευκαιρία να δω την παραγωγή του 1978 που προβαλλόταν από την ΥΕΝΕΔ, αφού το υλικό έχει καταστραφεί. Εμείς σήμερα, από το κείμενο και από εκείνο το σίριαλ θελήσαμε να αναπαράγουμε τον ρεαλισμό και την ατμόσφαιρα της εποχής - πράγμα πολύ δύσκολο. Το να αποπειραθείς να αφηγηθείς μια τόσο θυελλώδη ζωή σαν αυτή του Βάσια Γιούγκερμαν, το να αναπαράγεις, να κινηθείς από το 1900 έως το 1955 είναι ένας άθλος. Στην Αθήνα έχουν απομείνει ελάχιστα κτίρια που να θυμίζουν εκείνη την εποχή. Βλέπετε έχουμε την τάση να καταστρέφουμε, να απορρίπτουμε να γυρίζουμε την πλάτη στο παρελθόν. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας γενικότερα.

Είναι ένα έπος, ένα παραμύθι με υπέροχη πλοκή, καταπληκτικούς χαρακτήρες, άφθονα συγκρουσιακά μοτίβα. Ο Καραγάτσης είναι από τους πλέον κινηματογραφικούς συγγραφείς. Και αυτό δίνει ακόμη μεγαλύτερο έρεισμα στο να μεταφερθούν τα έργα του στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη. Η γραφή του δημιουργεί εικόνες, πλάθει τους χαρακτήρες με απίστευτες λεπτομέρειες. Προσφέρει στον δημιουργό ένα χρήσιμο έδαφος για να να εκφραστεί ελεύθερα».

Μάρω Δούκα συγγραφέας
«Θα ήμουν γύρω στα 15 όταν πρωτάρχισα να διαβάζω Καραγάτση. Τι ήταν αυτό που με γοήτευε; Η πλοκή; Το θέμα; Οι χαρακτήρες; Επίμονος, χλευαστικός πάντα, προκλητικός, οξυδερκής, ανηλεής. Αν και μιλούσε και αυτός για χαμένες πατρίδες και για φρικτούς πολέμους δεν υπήρχε εδώ καμιά συμπόνια που να συγκρατεί, κανείς σκοπός που να ορίζει, μόνο το ένστικτο της επιβίωσης, ο ηδονισμός, το εύκολο κέρδος, το παιχνίδι της εξουσίας, ο αμοραλισμός, η γελοιοποίηση του αγαθού, ο διασυρμός του αποτυχημένου, η δολοπλοκία, η αποθέωση της ζούγκλας σε μια Ελλάδα ματωμένη υπό ανάπτυξιν.

Και όταν αργότερα άρχισα να χώνομαι στα μυστικά της γραφής και να αναζητώ τους δικούς μου τρόπους, από όλους τους πρωτοκλασάτους της γενιάς του, ο Καραγάτσης άντεχε στην αλαζονική κρίση μου, όχι επειδή είχα αποφασίσει να ξαναδιαβάσω τα βιβλία του και να τα επανεκτιμήσω, αλλά επειδή ήταν ο μόνος με τον οποίο αισθανόμουν ότι έχω ανοίξει από τα νεανικά μου χρόνια διάλογο ικανό να ενεργοποιήσει μέσα μου αμφίδρομα τον σαρκασμό και την ειρωνεία.

Παραμένει ο γοητευτικότερος και ο διαχρονικότερος της γενιάς του ακριβώς γιατί ο κεντρικός πυρήνας των συνθέσεών του, συνειδητά ή όχι, ορίζεται από την κυνική και ανάλαφρη αποσύνθεση της γενετήσιας ορμής από την ερωτική απόλαυση, της λογικής από το συναίσθημα και του πραγματισμού από τα κοινά οράματα».

Νικήτας Τσακίρογλου καλ. διευθυντής ΚΘΒΕ
Στον Γιούγκερμαν του 1978 υποδύθηκε τον διανοούμενο Καραμάνο, τον έμπιστο φίλο του κεντρικού ήρωα. Τι είναι αυτό που κάνει τον Γιούγκερμαν ακαταμάχητο; «Πιστεύω πως αυτός ο πληθωρικός ήρωας μοιάζει πολύ με τον Καραγάτση. Πρόκειται για έναν άνθρωπο ακραίο, ο οποίος έζησε σε μια εποχή όπου υπήρχε έντονο το αντρικό στοιχείο. Ηταν ένας άντρας που προσπαθούσε να κατανοήσει αλλά και να ρουφήξει τη ζωή μέχρι την τελευταία σταγόνα. Και στον έρωτα, και τη διανόηση. Τέτοιοι ήρωες δεν υπάρχουν σήμερα! Τον ρόλο τον απέδωσε υπέροχα ο Αλέκος Αλεξανδράκης με τον οποίο είχαμε συνυπάρξει και στο θέατρο. Ηταν ένας αξιόλογος καλλιτέχνης, ένας πραγματικός φίλος... Ο Γιούγκερμαν του 1978 ήταν μια ασπρόμαυρη παραγωγή που ανήκε σε μια εποχή όπου η ελληνική τηλεόραση ασχολούνταν πολύ με το εγχώριο βιβλίο.

Είχαμε τη δυνατότητα να διαβάσουμε όλη την ιστορία από την αρχή έως το τέλος, μελετώντας το ψυχογράφημα του ήρωα καθ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου». Για τα δεδομένα της εποχής ο Γιούγκερμαν ήταν μία πολυδάπανη παραγωγή της ΥΕΝΕΔ.

«Το σίριαλ γυριζόταν σε πλατό, όπου έφερναν ολόκληρα σκηνικά. Δεν υπήρχε δυνατότητα να γίνουν εξωτερικά γυρίσματα. Θυμάμαι για τις ανάγκες ενός επεισοδίου, μία μέρα έφεραν πραγματικά δέντρα κι έστησαν ένα δάσος! Δεν υπήρχε καμιά ψευτιά. Υπεύθυνοι ήταν δύο σημαντικοί παραγωγοί, ο Ράλλης και ο Πετρόπουλος».

Χ. Α. Χωμενίδης συγγραφέας
«Ο Καραγάτσης είναι ο μοναδικός απ τη γενιά του 30 και ένας από τους λίγους Ελληνες συγγραφείς του 20ού αιώνα γενικά που όσο περνάει ο χρόνος το όνομά του κάθε άλλο παρά ξεθωριάζει, που τα βιβλία του όχι μόνο δεν αραχνιάζουν αλλά κερδίζουν θριαμβευτικά τις νεότερες και τις νεότατες γενιές των αναγνωστών. Γιατί συμβαίνει αυτό; Μα είναι προφανές. Διότι η

αφήγησή του ξεχειλίζει από χυμούς και οι ήρωές του από σαγήνη, διότι στα μυθιστορήματά του πλάθει ολόκληρους κόσμους και τα διηγήματά του αποτελούν σπαρταριστές φέτες ζωής. Και η προχειρότητα στο γράψιμό του; Και η ροπή του προς το φτηνό και το χυδαίο; Κι ο κυνισμός του; Και όσα ακόμα τού έσουρνε

μια μερίδα της σύγχρονής του κριτικής ενώ παράλληλα υμνούσε την καλλιέπεια, την πρωτοποριακότητα είτε τη στρατευμένη μαχητικότητα κάποιων λησμονημένων σήμερα λογοτεχνών; Εκείνο που κατά βάθος απεχθάνονταν οι τα φαιά φορούντες λόγιοι στον Καραγάτση συνιστά το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό αλλά και ηθικό προσόν του. Είναι το γεγονός ότι ο Καραγάτσης δεν καταδέχεται να εξωραϊσει, να ευπρεπίσει, να εξιδανικεύσει. Οτι μέσα στις σελίδες του παρουσιάζει τους ανθρώπους όχι όπως θα πρεπε αλλά όπως αληθινά είναι: Υψιπετείς και έρποντες, μικρόψυχους και λεοντόκαρδους, ταυτόχρονα ικανούς για το υπέροχο και για το απαίσιο. Συναρπαστικούς δηλαδή μέσα στις αξεπέραστές τους αντιφάσεις...».