Θανάσης Μητράς: Ο Ελληνας Στραντιβάρι

27.08.2007
Αυτοδίδακτος μουσικός, εφευρέτης, ηλεκτρολόγος, μηχανικός και ο μοναδικός πλέον Ελληνας κατασκευαστής βιολιών. Ζει και δημιουργεί στο χωριό Μύρα, 30 χιλιόμετρα από τη Λάρισα. Βιολιά του έχουν αγοραστεί από τον Λεωνίδα Καβάκο, ενώ οι εφευρέσεις του ενσωματώθηκαν σε μοντέλα της Jaguar και της Mercedes.

Από τη Μαρία Παπουτσή

Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι ξεχωριστός. Στην περίπτωση του Θανάση Μητρά η διαφορετικότητα έχει το δικό της βαρύ τίμημα. Μεγαλωμένος σ' ένα μικρό χωριό, στην καρδιά της θεσσαλικής γης, οραματιζόταν από μικρό παιδί πράγματα, που το μυαλό των ανθρώπων της οικογένειάς του και του άμεσου κοινωνικού του περιβάλλοντος ήταν αδύνατο να αποδεχτεί. Εξήντα χρόνια πριν, το να παθιάζεται με τη μουσική ένα παιδί του κάμπου δεν ήταν εύκολο πράγμα. «"Γύφτο θα σε κάνω", φώναζε ο πατέρας μου και δώς του ξύλο. Εγώ όμως είχα αρρωστήσει, με είχε μαγέψει το βιολί. Εφτιαξα το πρώτο βιολί όταν ήμουν έντεκα χρόνων. Εκλεψα ένα κομμάτι ξύλο από τον γείτονα για το σώμα και ακολουθούσα τους πλανόδιους μουσικούς, περιμένοντας να σπάσει μια χορδή από το βιολί τους, για να τη βάλω στο δικό μου». Βρισκόμαστε στο «εργοστάσιο», το δύο τετραγωνικών εργαστήρι του. «Ηρθε κάποτε ένα τηλεοπτικό συνεργείο από την Αθήνα. "Πού φτιάχνεις τα βιολιά;", με ρωτάει ο σκηνοθέτης. Εδώ, του απαντάω. Κοιτάζει γύρω. Τίποτα. Περίμενε να δει εργοστάσιο και αντίκρισε μια τρύπα».

Το παιδί συνέχιζε να κάνει όνειρα, να αναζητεί δρόμους και να γοητεύεται από τη μαγεία της γνώσης. Τα όνειρα και οι φιλοδοξίες... αναστάλθηκαν σύντομα, λόγω βαριάς ασθένειας. «Ηθελα να γίνω κάτι. Γιατρός, δάσκαλος, οτιδήποτε. Μετά κόλλησα την αρρώστια με τα βιολιά. Πάνε τα γράμματα, πάνε κι όλα». Οταν δεν ονειρευόταν μελωδίες και βιολιά, έβλεπε στον ύπνο του περίπλοκες μηχανές και εργοστάσια. «Ο,τι βλέπει ο κό-> >σμος τώρα, εγώ το είδα πριν από 30 χρόνια! Επεφτα να κοιμηθώ και περνούσαν από μπροστά μου εργοστάσια, μηχανές. Δεν πήγα να μάθω ούτε ηλεκτρολόγος ούτε μηχανικός ούτε μουσικός ούτε κατασκευαστής. Ολα μόνος μου». Οι τοίχοι του σαλονιού του είναι γεμάτοι διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τίτλους από μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως η Jaguar, η Mercedes, η Volvo και η Fiat, για την εφεύρεσή του, που χρησιμοποιήθηκε σε μοντέλα του 70. «Το χω παράπονο. Λέω: με έψαξαν από τον κόσμο ολόκληρο. Από την Ελλάδα ένας να μη με ψάξει, ρε παιδί μου; Λένε προχώρησε η επιστήμη. Για μένα δεν προχώρησε καθόλου. Δεν πρόσεξαν τον κόσμο που έπρεπε να προσέξουν. Οχι εμένα. Εγώ είμαι η τελευταία τρύπα της φλογέρας. Κάποτε πήγα και βρήκα έναν υπάλληλο στο υπουργείο Εμπορίου και του είπα: Μπορώ να σου φτιάξω μια μηχανή που να πατάω ένα κουμπί από τη Λάρισα κι αυτή να δουλεύει στη Θεσσαλονίκη. Με κοίταξε παραξενεμένος και γέλασε. Σου λέει, αυτός τρελός πρέπει να είναι. Τριάντα χρόνια μετά, όλα αυτά τα ζούμε καθημερινά».

ΠΟΤΙΣΜΕΝΑ ΜΕ ΑΙΜΑ
Κι αν τα όνειρα για τις μηχανές έμειναν όνειρα, δεν συνέβη το ίδιο και με τα βιολιά. «Το πρώτο κανονικό μου βιολί το έφτιαξα πριν από 22 χρόνια. Δοκίμασα και νωρίτερα, αλλά υποτίμησα τον εαυτό μου. Ελεγα: "Είμαι εγώ ικανός να φτιάξω μόνος μου τέτοιο πράγμα;". Δεν ήξερα τίποτε από μέτρα, ούτε από ξύλα. Ωσπου συνάντησα έναν μαθηματικό. Χρήστο Παπαγεωργίου τον λένε. Του χρωστάω πολλά. Μου άνοιξε τον δρόμο».

Κάθε βιολί του είναι μοναδικό, όχι απλώς γιατί ο κατασκευαστής του βάζει όλη του την τέχνη, αλλά γιατί είναι ποτισμένο με το ίδιο του το αίμα. «Οταν φτιάχνω ένα βιολί τα χέρια μου ματώνουν. Το αίμα τρέχει και ποτίζει το ξύλο που δουλεύω. Ισως να είναι αυτός ο λόγος που είναι μοναδικά. Καθένα τους είναι φτιαγμένο από το αίμα και την ψυχή μου». Οταν μιλάει για τα βιολιά η έκφρασή του αλλάζει. «Μου αρέσει η κλασική μουσική. Ακούω συχνά, αλλά, για να πω την αλήθεια, αν η ορχήστρα δεν έχει βιολί, δεν μου αρέσει και τόσο!».

Ως γνήσιος καλλιτέχνης και χαρισματικός τεχνίτης δεν αρνείται να μιλήσει για την τέχνη του, φροντίζοντας, όμως, να διατηρήσει κάποια από τα μυστικά της για τον εαυτό του. «Τρία πράγματα έχουν σημασία στο καλό βιολί. Η ποιότητα του ξύλου, το σκάλισμα και, κυρίως, τα λούστρα. Τα δύο πρώτα τα λέω. Το μυστικό στο λουστράρισμα όμως όχι!». Κρατά καλά κρυμμένο το μυστικό του, περιμένοντας -μάταια, όπως πιστεύει- τον διάδοχό του. «Ποιος έχει σήμερα υπομονή; Αν είναι ερωτευμένος κάποιος με το βιολί, ας έρθει να του δείξω».

Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΒΙΟΛΙΟΥ
Τα βιολιά του Θανάση Μητρά ταξιδεύουν σ' όλο τον κόσμο. Ο διεθνούς φήμης σολίστας Λεωνίδας Καβάκος διαθέτει στη συλλογή του δύο, γεγονός που τον γεμίζει με περηφάνια. «Ερχονται πολλοί και αγοράζουν βιολιά. Δεν με νοιάζει να με επαινέσουν όλοι. Εγώ θέλω να με παινεύουν οι καλύτεροι. Αυτοί ξέρουν. Δεν πουλάω εγωισμό, αλλά δεν δέχομαι να με περάσει άλλος. Το πήρα μπέσα, ρε παιδί μου. Λέω, εμένα δεν θα με βάλει κάτω κανένας. Καμία φορά δεν έχω κάνει επίδειξη. Με ρωτάει ο κόσμος, "φτιάχνεις βιολιά;" Ε ναι, φτιάχνω, απαντάω. Μα πού να πω περισσότερα; Θα με περάσουν για τρελό!».

Κατασκευάζει και επιδιορθώνει βιολιά. Στο σπίτι του φτάνουν καθημερινά μουσικοί και οργανοπαίχτες, όχι μόνο από τη Θεσσαλία, αλλά από ολόκληρη την Ελλάδα. Κι αυτός, με τη βοήθεια ενός σουγιά κι ενός μικρού κομματιού σπάγκου, διορθώνει κάθε ελάττωμα στο σώμα ή και στην ψυχή των οργάνων. «Δεν το ήξερες πως το βιολί έχει ψυχή;», ρωτάει αφαιρώντας από το εσωτερικό του οργάνου ένα λεπτό κομμάτι ξύλου. «Ο στύλος είναι η ψυχή του βιολιού!».«Ψυχή έχει το βιολί. Καρδιά έχει, κ. Θανάση;». «Καρδιά έχει ο βιολιτζής!», έρχεται αβίαστα η απάντησή του. Με το βλέμμα να ταξιδεύει στο απέραντο του κάμπου, περπατά στο πλευρό μας, στα χωράφια λίγο έξω από το χωριό του, κρατώντας ευλαβικά στα χέρια του ένα δικό του βιολί. Του ζητάμε να παίξει κάτι, κι αυτός στέκεται στην άκρη του χωματόδρομου, κλείνει τα μάτια και βυθίζεται στην απεραντοσύνη της μαγείας της μουσικής. «Πού πηγαίνετε όταν παίζετε βιολί, κ. Μητρά;». «Εκεί που πηγαίνω κι όταν το κατασκευάζω. Στον Θεό».

«Το χω παράπονο. Λέω: με έψαξαν από τον κόσμο ολόκληρο. Από την Ελλάδα ένας να μη με ψάξει, ρε παιδί μου; Κάποτε πήγα και βρήκα έναν υπάλληλο στο υπουργείο Εμπορίου και του είπα: Μπορώ να σου φτιάξω μια μηχανή που να πατάω ένα κουμπί από τη Λάρισα κι αυτή να δουλεύει στη Θεσσαλονίκη. Με κοίταξε παραξενεμένος και γέλασε. Σου λέει, αυτός τρελός πρέπει να είναι. Τριάντα χρόνια μετά, όλα αυτά τα ζούμε καθημερινά».

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ