Συνέντευξη στη Μαρίνα Τσικλητήρα
Ρhotos: ΚΩΣΤΑΣ ΠΗΓΑΔΑΣ, προσωπικο αρχειο Σώτης Τριανταφύλλου
Το Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης, ένα από τα πιο γνωστά της βιβλία, κρύβεται κάπου στα βάθη της βιβλιοθήκης μου. Λίγο πιο κει, ανάμεσα στον Τυφλό δολοφόνο της Μάργκαρετ Ατγουντ και στα Φονικά του Μιχαηλίδη, βρίσκεται Το εργοστάσιο των μολυβιών, δικό της κι αυτό, κόκκινο σαν τη φλόγα και δέσμιο μιας εποχής που θυμάμαι πως μύριζε δυνατό έρωτα. Τα καινούργια της Κινέζικα κουτιά (ένα μυθιστόρημα που μοιάζει με αστυνομικό, αλλά στην πραγματικότητα μιλάει για την αποκόλληση από το παρελθόν) έχουν το κίτρινο του ηλιοτρόπιου και μία φράση (πολλές φράσεις) που θέλω να κρατήσω: «Δεν είμαι πια τόσο νέος να υποφέρω». Την λέει ο ντετέκτιβ Μαλόουν. Πιθανώς και η Σώτη, που τον έπλασε.
Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι ο δημιουργός καθρεπτίζεται πάντα μέσα από το έργο του - αν και ο Τ. Σ. Ελιοτ, νομίζω, διαφωνούσε. Τι ξέρω, άραγε, για τη Σώτη Τριανταφύλλου, πέρα από το έργο της; Να σκεφτώ: έχω μάθει ότι η ζωή της είναι χωρισμένη στα τρία - Αθήνα, Παρίσι, Νέα Υόρκη. Εχει ταξιδέψει πολύ. Δεν μαγειρεύει, δεν δένεται με τα αντικείμενα, ξέρει καλά τον κινηματογράφο, ακούει πολλή μουσική, γράφει συνεχώς και τα βιβλία της γίνονται συνήθως μπεστ σέλερς. Α, να κι ένα φλας προσωπικό στη μνήμη: Θεσσαλονίκη, χρόνια πριν. Την είδα πρώτη φορά, από μακριά, για λίγα δευτερόλεπτα, με ανοιχτόχρωμα κοντά μαλλιά, αγκαλιά με έναν αγαπημένο. Την είδα ξανά, χρόνια αργότερα, και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Ηταν μαυροντυμένη και κομψή και ήταν εκεί για να αποχαιρετήσει έναν κοινό μας φίλο που έφυγε νωρίς. Τα μαλλιά της ήταν ακόμα ατίθασα και η σκιά στο βλέμμα της υποχωρούσε μόνο όταν θυμόταν τρυφερές, αστείες ιστορίες που τον αφορούσαν. Φυσικά, της αρέσουν οι ιστορίες. Ξέρει να τις αφηγείται, ξέρει και να τις αφουγκράζεται - από κοντά, υποθέτω, αφού με το τηλέφωνο οι σχέσεις της μοιάζουν απόμακρες. Σπάνια σηκώνει το ακουστικό, επιλέγει το Διαδίκτυο και την ηλεκτρονική αλληλογραφία. Εξ ου και η συνέντευξη έγινε με e-mail, έναν τρόπο κατά κανόνα ψυχρό κι ανάποδο, που όμως όταν αφορά τη Σώτη Τριανταφύλλου γίνεται ιδανικός, επειδή οι προτάσεις της είναι μόνιμα έτοιμες να δραπετεύσουν από την οθόνη και να ζωντανέψουν μπροστά σου το πρόσωπό της την ώρα που σκέφτεται, που χαμογελάει, που αναπολεί ή που θυμώνει. Ο (γραπτός) λόγος, λοιπόν, στη συγγραφέα.
Εικόνες: Στα Κινέζικα κουτιά η Νέα Υόρκη και κυρίως οι κάτοικοί της περιγράφονται διεξοδικά. Πηγή έμπνευσης ήταν η σχέση σου με την πόλη, οι γνωριμίες, η φαντασία ή ο κινηματογράφος;
Σώτη Τριανταφύλλου: Ολα όσα αναφέρεις και, επιπλέον, μια σειρά από στοιχεία της δικής μου ζωής, όχι «αυτοβιογραφικά», αλλά μερικά κομματάκια που συνθέτουν την προσωπική μου φιλοσοφία. Αυτή η φιλοσοφία> >και η στάση ζωής τροποποιούνται στο πέρασμα του χρόνου, όπως συμβαίνει και στον Μαλόουν. Εξάλλου, όταν γράφει κανείς ένα τέτοιο βιβλίο πρέπει -και θέλει- να βυθιστεί στην ατμόσφαιρα της πλοκής και των ηρώων. Το γράψιμο ενός μυθιστορήματος είναι μια σύνθετη περιπέτεια. Η γραφή είναι «εύκολη» εφόσον έζησα όλη μου τη ζωή μέσα στις λέξεις. Το «δύσκολο», το χρονοβόρο, είναι να χτίσεις έναν ολόκληρο κόσμο από την αρχή. Σαν ένας μικρός Θεός. Οχι ότι υπάρχει Θεός: υπάρχουν όμως καλλιτέχνες που δημιουργούν, διαμορφώνουν ή κατεδαφίζουν πρόσωπα, τόπους και αισθήματα.
Τη Νέα Υόρκη τη γνωρίζεις καλά, έχεις σπίτι εκεί. Την είδες να αλλάζει μετά την 11η Σεπτεμβρίου; Τι επίδραση είχε μέσα σου το χτύπημα;
Η 11η Σεπτεμβρίου και ούτε καμιά ανάλογη συμφορά δεν θα εμποδίσει τον ήλιο να ανατέλλει, όπως ανατέλλει, από τη μεριά του Τζέρζι, πάνω από το ποτάμι. Οσο για το τρομοκρατικό χτύπημα -που, κατά τα φαινόμενα, δεν θα είναι το τελευταίο- συντέλεσε στο να μετατραπεί η Νέα Υόρκη και οι Ηνωμένες Πολιτείες γενικότερα σε επικράτεια της Αστυνομίας. Μπατσοκρατία... Ηλιθιοκρατία... Πού χωράνε τα δικά μου συναισθήματα σ' αυτό; Οπως οι περισσότεροι από μας, δεν ξέρω με ακρίβεια τι συνέβη και ποιοι πρέπει να ενοχοποιηθούν. Ξέρω, όμως, ότι στο Κάτω Μανχάταν δημιουργήθηκε ένας κρατήρας και ότι οι άνθρωποι έπαψαν να φοβούνται τους «εσωτερικούς» εγκληματίες - στράφηκαν προς τα έξω. Επανερχόμαστε, δηλαδή, στις παλιές φοβίες του «εξ Ανατολής» κινδύνου, των γνωστών - άγνωστων εχθρών. Στη δεκαετία του 50 και του 60, οι εχθροί ήταν οι κομμουνιστές. Τώρα είναι οι Αραβες φονταμενταλιστές. Στο μέλλον θα φοβόμαστε τους εξωγήινους... Για να στερεοποιείται ένα έθνος και για να νομιμοποιείται η κρατική βία χρειάζεται μια εξωτερική απειλή. Ε, λοιπόν, ορίστε, αυτή η απειλή υπάρχει. Τη βρήκαμε πάλι.
Τελικά το να μοιράζεις τη ζωή σου σε τρία μέρη κρύβει μόνιμη διάθεση φυγής ή έναν άνθρωπο που απλώς κουράζεται από τη ρουτίνα;
Και τα δύο. Συν το ότι σιχαίνομαι την Αθήνα. Λέω συχνά ότι γεννήθηκα σε λάθος τόπο, τη λάθος στιγμή. Τι να κάνουμε... Ο,τι έγινε, έγινε. Είναι αργά πια. Θα ήταν ανακουφιστικό αν πίστευα στη μετεμψύχωση, στο ενδεχόμενο να ξαναγεννηθώ σ' ένα ωραίο μέρος.
Εξάρχεια, Νέα Υόρκη και Παρίσι. Τι σου προσφέρει η κάθε πόλη ξεχωριστά; Ποια σε κάνει πιο παραγωγική στη συγγραφή;
Σε κάθε πόλη κάνω διαφορετική ζωή. Η σταθερή δραστηριότητα είναι το γράψιμο. Το 2004, στη Νέα Υόρκη, ενώ περνούσα μήνες και μήνες με τη σκέψη των Κινέζικων κουτιών, έγραψα τη Φυγή, μια νουβέλα η δράση της οποίας τοποθετείται στη Φωκίδα το 1950. Αρα, αν το περιβάλλον -Αθήνα, Παρίσι, Νέα Υόρκη, Λος Αντζελες- μου προσφέρει ηρεμία και ελευθερία, κάνω αυτό που θέλω να κάνω, δηλαδή να γράφω, χωρίς να επηρεάζει το τι γράφω. Στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι, ακόμα κι όταν είμαι δυστυχισμένη, είμαι ευτυχισμένη. Ακόμα κι όταν δεν έχω χρήματα, δεν νιώθω ανήμπορη: περπατάω. Οι πόλεις είναι θεάματα. Στο Λος Αντζελες πάω στην παραλία και χαζεύω τον ωκεανό. Οπως το 2001, όταν έγραφα τη Φτωχή Μάργκο στην περιοχή Βένις, δίπλα στα κύματα. Για τα Εξάρχεια, τι να πω; Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να μείνω σε άλλη αθηναϊκή συνοικία. Γύρω μου πρέπει να γίνεται θόρυβος, ξενύχτι, νταραβέρι - άλλο αν εγώ κοιμάμαι σχετικά νωρίς, πίνω το γάλα μου, ποτίζω τα λουλούδια μου και κάνω ένα σωρό αβλαβείς πράξεις. Εν κατακλείδι: όλες αυτές οι πόλεις με βοηθάνε να είμαι παραγωγική. Επίσης, ξέρω τις πόλεις σαν την τσέπη μου. Νομίζω ότι αν έπρεπε να ζήσω στις Βρυξέλλες, στο Αμστερνταμ ή κάπου στη Γερμανία, θα έκοβα τις φλέβες μου μέσα σε μια μπανιέρα γεμάτη νερό. Τα μέρη όπου δεν συμβαίνει ποτέ τίποτα είναι ανησυχητικά. Η ησυχία είναι ανησυχητική.
Τι θα άλλαζες στην Αθήνα;
Καλύτερα να μη μιλήσω όπως μιλάνε οι ταξιτζήδες: «Αν ήμουνα δήμαρχος εγώ...», «Αν ήμουνα πρωθυπουργός...». Πάντως, πέρα από τις βαθιές πολεοδομικές αλλαγές που χρειάζονται, καλόν θα ήταν να είχαμε έναν δήμαρχο νεαρό, οικολόγο, ροκά, αριστερό και εύθυμο.
Ολοι σχεδόν λένε ότι αγαπούν τα ταξίδια. Υπάρχουν, όμως, κάποιοι που δεν αντέχουν μακριά από τη βάση τους - σαν τον Γούντι Αλεν. Τους καταλαβαίνεις; Τι τους λείπει και τι κερδίζουν;
Ούτε εγώ αγαπώ τα ταξίδια! Απλώς, από μικρή, δεν είχα ησυχία! Ηθελα να δω κι αυτό και το άλλο, να πάω κι εκεί και παρακεί. Ωστόσο, τα ταξίδια είναι εξαντλητικά και εμπεριέχουν πολλές βαρετές και εκνευριστικές ώρες. Εξάλλου, πάντα κάτι πηγαίνει στραβά: χάνεις το τρένο, τσακώνεσαι με κάποιον ντόπιο, αρρωσταίνεις από τροπικό βακτηρίδιο, ταλαιπωρείσαι παντοιοτρόπως.
Παρ όλα αυτά, πώς ταξιδεύεις; Οργανωμένα; Μόνη; Προτιμάς την πολυτέλεια ή το χύμα; Τα σίγουρα και τα ασφαλή ή την εξερεύνηση; Τα τοπία ή τους ανθρώπους;
Τα καλύτερα ταξίδια για μένα έχουν δύο συστατικά: ένα καλό αυτοκίνητο κι έναν καλό δρόμο. Οδηγώ και σε σκέφτομαι! Και παρατηρώ τοπία, παρατηρώ ανθρώπους, κινήσεις, χειρονομίες... Μόνη ή με φίλους που διαθέτουν αντοχή, περιέργεια και χιούμορ. Οι φιλίες δοκιμάζονται στα ταξίδια, συμβαίνουν διάφορα. Ο καθένας μας έχει τις παραξενιές του.
Ποια άλλα μέρη έχεις επισκεφτεί; Ανεξίτηλες εμπειρίες; Τι έχεις κρατήσει από τα ταξίδια σου;
Δεν είμαι άνθρωπος-συλλέκτης. Αντίθετα, μάλιστα: πετάω ό,τι παλιό βρίσκω μπροστά μου. Αντικείμενα, κάρτες, φωτογραφίες... Τα ταξίδια έχουν σφηνωθεί σαν σφαίρα μέσα στο μυαλό. Η Αφρική, για παράδειγμα, βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μου, θροϊζει...
Λέγεται ότι οι Ελληνες είναι, βασικά, «αναγνώστες της παραλίας». Αν ισχύει, γιατί συμβαίνει αυτό;
Δεν πιστεύω στις έρευνες και στις στατιστικές. Ξέρω, όμως, και κατανοώ την έλλειψη χρόνου των ανθρώπων. Δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ κι εγώ. Αν πράγματι οι Ελληνες διαβάζουν το καλοκαίρι, είμαι ευχαριστημένη! Το ζήτημα είναι τι διαβάζουν.
Χρησιμοποιείς ιστορίες φίλων σου στα βιβλία; Το ξέρουν οι ίδιοι; Κολακεύονται, νιώθουν άβολα;
Χρησιμοποιώ αλλά με τέτοια αφαίρεση ώστε όλα καταλήγουν αγνώριστα. Αρα, πράγματι, έχουν υπάρξει περιπτώσεις που κάποιος είδε ή άκουσε τον εαυτό του μέσα σ' ένα από τα βιβλία. Ηταν πάντα κάτι καλό και συχνά ήταν αστείο. Σαν ένα κλείσιμο ματιού.
Η Αγκαθα Κρίστι (μέτριο κείμενο αλλά ωραίες πλοκές, πιστεύω) έφτιαχνε πρώτα ένα σχεδιάγραμμα με τις σχέσεις και τις διαπλοκές των χαρακτήρων και έπειτα γέμιζε τα κενά και έφτιαχνε το μυθιστόρημα. Ακολουθείς παρόμοια μέθοδο ή ξεκινάς να γράφεις κι όπου σε βγάλει;
Γράφω γραμμικά. Ολο το βιβλίο βρίσκεται στο μυαλό μου από την αρχή. Στη σταδιακή του επεξεργασία γίνονται πλήθος αλλαγές. Ομως όχι, εντελώς «τυχαία» γεγονότα δεν υπάρχουν. Εγώ γράφω το βιβλίο, όχι το βιβλίο εμένα.
Πώς είσαι τόσο παραγωγική;
Εχω, ευτυχώς, καλή υγεία. Μόνον η αρρώστια μπορεί να με σταματήσει από όσα κάνω. Αρα, όποιος με συμπαθεί, ας μου εύχεται να έχω καλή υγεία. Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο. Επειδή ζω «πολύ» (πώς να το εξηγήσω τώρα αυτό; Δεν το εξηγώ!), κάθε μέρα γεννιούνται καινούριες ιστορίες, σχέδια... Πρέπει να ζήσω άπειρα χρόνια για να τα πραγματοποιήσω. Ε, αποκλείεται να ζήσω άπειρα χρόνια. Αρα, πολλά θα μείνουν μετέωρα πάνω από το νεκρό μου σώμα που ελπίζω να γίνει στάχτη.
Οταν ρωτήθηκε πώς επιλέγει τα σενάριά του, ο Κλιντ Ιστγουντ είπε: «Το βασικό είναι να μου αρέσει η ιστορία, γιατί θα ζήσω με αυτήν έναν ολόκληρο χρόνο. Είμαι πολύ μεγάλος πια για να κάνω κάτι που δεν με παθιάζει». Ο Μαλόουν λέει: «Δεν είμαι πια τόσο νέος για να υποφέρω». Ποια η δική σου σχέση με τον χρόνο; Τι άλλαξε σε σένα και τι έμεινε ακριβώς ίδιο;
Συμφωνώ 100% με τον Κλιντ Ιστγουντ και οπωσδήποτε με τον Μαλόουν! Η σχέση μου με τον χρόνο: σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! Μακάρι να ζούμε όλοι, να είμαστε υγιείς και να γεράσουμε όμορφα, σοφά, μέσα στη δημιουργία και την καλοσύνη για τους άλλους. Σε τι άλλαξα με το πέρασμα του χρόνου: δεν είμαι πια λίγο πανκ, δεν είμαι πια λίγο κινητή εγκυκλοπαίδεια, δεν είμαι πια λίγο ψευτο-femme fatale... Αλλαξα επειδή έμαθα πολλά πράγματα από τη ζωή και επειδή άλλαξε η εποχή, ο κόσμος γύρω μου. Ιδια παρέμεινε η αίσθηση ότι είμαι ένα μηδενικό μπροστά στο μέγεθος του κόσμου και της ιστορίας. Ενα μηδενικό, σαν πανσέληνος.
Είσαι άνθρωπος του παρελθόντος, του παρόντος ή του μέλλοντος;
Ζω την κάθε μέρα. Μια μέρα τη φορά. Το παρελθόν παρεισφρέει μόνο στα βιβλία. Δεν νοσταλγώ τίποτα. Μετανιώνω για πολλά. Δεν σκέφτομαι ποτέ το μέλλον, όπως όλοι οι άνθρωποι που έχουν συνείδηση του εύθραυστου της ύπαρξης. Το μέλλον είναι τώρα.
Η ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
- Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957.
- Σπούδασε Φαρμακευτική και Γαλλική Φιλολογία στην Αθήνα, Ιστορία και Πολιτισμούς στο Παρίσι, Ιστορία της Αμερικανικής Πόλης στη Νέα Υόρκη.
- Εχει εργαστεί ως μεταφράστρια, επιμελήτρια εκδόσεων, καθηγήτρια της ιστορίας του κινηματογράφου, ενώ αρθρογραφεί σε διάφορα έντυπα.
- Εχει γράψει διηγήματα και μυθιστορήματα (20 περίπου βιβλία), παιδική λογοτεχνία, βιβλία σχετικά με τον κινηματογράφο, ημερολόγια κ.ά.