Jennifer Lopez: Latin spirit

05.02.2007
Πέρα από ασύγκριτα αισθησιακή, η «Jenny from the block» με τη νέα (latin) επιστροφή της και τις πολλές επιχειρηματικές δραστηριότητές της αποδεικνύεται μία από τις πιο έξυπνες γυναίκες της showbiz, αφού κατέκτησε τη διάρκεια σε πείσμα όλων όσοι τη θεωρούσαν μόνο ένα ιδανικό mix από καμπύλες.

Απορεία της ζωής της μοιάζει με σύγχρονη εκδοχή της Σταχτοπούτας: Γεννημένη το 1970 σε μία από τις πιο κακόφημες γειτονιές του Μπρονξ, κατάφερε μέσα σε ελάχιστα χρόνια να κάνει πραγματικότητα πολλά περισσότερα απ όσα είχε ονειρευτεί. Από φτωχή και ανώνυμη ghetto girl των 80s αναδείχθηκε σε διεθνή σταρ πρώτου μεγέθους, με εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων και κινηματογραφική καριέρα. Από στρουμπουλή και ακατέργαστη στυλιστικά χορεύτρια σχολών της γειτονιάς μετατράπηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της σύγχρονης show business, καθώς και σε απόλυτο style icon, με δική της αλυσίδα ρούχων και προϊόντων ομορφιάς (JLo). Από απόλυτο sex symbol και πρωταγωνίστρια των πιο καυτών live εμφανίσεων μεταμορφώθηκε σε σύγχρονη ισχυρή κυρία του θεάματος με εκλεπτυσμένη κατά πολύ την πάντα σέξι εικόνα της και έχει αφιερωθεί με ζήλο στον αγώνα για την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Η Τζένιφερ μοιάζει να κατέχει, πέρα από τις μοναδικές καμπύλες που της έδωσαν το εισιτήριο για την εντυπωσιακή της πορεία, ένα πολύ δυνατό μυαλό, ιδιαίτερη μεθοδικότητα και διαίσθηση. Απόδειξη η τελευταία επαγγελματική κίνησή της: ενώ όλοι περίμεναν ένα νέο αγγλόφωνο άλμπουμ με dance επιτυχίες που θα επαναλάμβαναν τα εμπορικά μεγαλεία τραγουδιών όπως το hit «Ιf you want my love» ή το «Love dont cost a thing», η διορατική Jenny κυκλοφορεί παγκοσμίως το παρθενικό της λάτιν άλμπουμ Como ama una mujer (Πώς αγαπάει μια γυναίκα), με εντελώς διαφορετικό ήχο και όλα τα τραγούδια στα ισπανικά. Η κίνηση αποδεικνύεται και πάλι ολόσωστη και σε αρμονία με το latin ρεύμα που έχει συνεπάρει πολλούς διεθνείς αστέρες της μουσικής, όπως η Κριστίνα Αγκιλέρα αλλά και σύντομα η Μπιγιονσέ και αυτή στην πρώτη της λάτιν απόπειρα. Το δυναμικό τραγούδι «Qu hiciste?» είναι πρώτο στα charts σε πολλές χώρες του κόσμου δίνοντας ώθηση σε όλο το άλμπουμ, αψηφώντας τον άγραφο νόμο που θέλει μόνο ο αγγλόφωνος στίχος να είναι ικανός για διαπλανητική επιτυχία.

Η ίδια δείχνει πολύ συνειδητοποιημένη σε σχέση με τις επιλογές της πλέον: «Χωρίς να αποποιούμαι τίποτα από το παρελθόν μου, με αυτόν το δίσκο νιώθω πως είναι η πρώτη φορά που πραγματικά επιλέγω εγώ η ίδια για μένα. Είναι ένας δίσκος που κάναμε (σ.σ.: με το Λατίνο σταρ σύζυγό της, Μαρκ Αντονι) με μόνο κριτήριο την καρδιά και όχι την τσέπη», λέει. «Κατά κανόνα έως τώρα στις δισκογραφικές εταιρίες οι άλλοι αποφάσιζαν για μένα κι εγώ έλεγα απλώς ναι ή όχι στο ρεπερτόριο που μου είχαν επιλέξει με στόχο την εμπορική επιτυχία. Εννοείται πως δεν μου επέβαλλε κανείς τίποτα, αλλά δεν ένιωσα ποτέ την πραγματική έννοια της έκφρασης καλλιτεχνική δημιουργία. Είχα πάντα τον έλεγχο της κατάστασης, αλλά στην πραγματικότητα ήμουν μέρος ενός μηχανισμού ένα απλό εξάρτημά του. Αυτή τη φορά τα πράγματα ξεκίνησαν από μέσα από την έμπνευση», λέει με ενθουσιασμό, αναφέροντας συχνά το σύζυγό της με τον οποίο οι φήμες τούς θέλουν μονίμως στα πρόθυρα του διαζυγίου. Η πραγματικότητα, βέβαια, αποδεικνύει ότι πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα ζευγάρια του θεάματος χωρίς εντάσεις και ανταγωνισμό, παρά το ηχηρό όνομα και των δύο και το ότι κινούνται στον ίδιo χώρο. Αν ο πρώτος της γαμος (με τον Ojani Noa, το 1997) είχε διάρκεια μόλις έντεκα μηνών και της έφερε στη συνέχεια μόνο μπελάδες (πρόσφατα ο ίδιος της ζητούσε χρήματα για να μην κυκλοφορήσει ένα αποκαλυπτικό βιβλίο για τη σχέση τους), η σημερινή της κατάσταση ως κυρίας Αντονι μάλλον της έχει κάνει καλό και επιπλέον έχει δώσει ένα touch ωρίμανσης και σοβαρότητας στην εικόνα της. Κάτι που σίγουρα και η ίδια επιδίωξε για να αποποιηθεί σταδιακά τον τίτλο των «καλύτερων οπισθίων» της show business, που μπορεί να ισχύει, μακροπρόθεσμα όμως μπορεί να γίνει περιοριστικός για την καριέρα της.

Στο ίδιο πνεύμα αναβάθμισης και αλλαγής καλλιτεχνικής πλεύσης κινείται και η συμμετοχή της στην τελευταία της ταινία, που ασχολείται με ένα θέμα πολύ σοβαρό και έχει ήδη ξεσηκώσει σχόλια αλλά και επαίνους από ανθρωπιστικές οργανώσεις. Η ταινία με τίτλο Bordertown καταπιάνεται με μια σειρά εγκλημάτων κατά γυναικών στο Juarez, ένα χωριό της μεξικάνικης πολιτείας κοντά στα σύνορα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο συγκεκριμένο μέρος, όπου η εγκληματικότητα είναι στα ύψη όπως και η εκμετάλλευση των παιδιών και των γυναικών, μέσα σε μόλις μία δεκαετία πάνω από 400 γυναίκες έχουν δολοφονηθεί ή εξαφανιστεί χωρίς κανένας να ασχοληθεί ουσιαστικά με την επίλυση του δράματος. Το στόρι είναι σκληρό και ο ρόλος της JLo είναι πολύ διαφορετικός από αυτούς που υποδύεται συνήθως. Η ίδια το έχει πάρει πατριωτικά, αλλά το έργο δεν έχει βρει ακόμη διανομέα στις αμερικανικές αίθουσες. «Το έργο είναι μάλλον πολύ αντι-αμερικανικό και κατά της βίας και του συστήματος για να το πιστέψουν οι παραγωγοί του Χόλιγουντ», δηλώνει σχετικά η Τζένιφερ που, παρ όλες τις δυσκολίες και κάποιες πρώτες χλιαρές κριτικές, κατάφερε και πάλι να βγει νικήτρια, αφού κορυφαίες οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία την τίμησαν με βραβεία και της ανέθεσαν πολύ σημαντικές φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες, κάτι που ισοδυναμεί σήμερα με το πιο ευεργετικό ρετούς για τη δημόσια εικόνα ενός σταρ. Ετσι, η Λόπεζ του σήμερα καταφέρνει σταδιακά να απαλλαγεί από την over-sexy εικόνα της ως σύγχρονης κυρίας του θεάματος, αν και ευτυχώς δηλώνει ακόμη: «αγαπάω απόλυτα, με πάθος και χωρίς λογική τις περισσότερες φορές και ξανακάνω ακριβώς τα ίδια λάθη», αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν έγινε και τελείως ξενέρωτη.

Η Τζένιφερ Λόπεζ ασχολείται και με τηλεοπτικές παραγωγές, με πιο πρόσφατα κάποια reality shows που βασίζονται σε δικές της ιδέες και των οποίων επιμελείται την παραγωγή: «Είμαι σαν μηχανή που δεν σταματάει ποτέ. Μου αρέσει να καταπιάνομαι με πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Είναι βασικό για μένα να είμαι δραστήρια. Οταν όμως αποφασίζω πως μια μέρα μου είναι ελεύθερη τότε φτάνω στο άλλο άκρο: Δεν κάνω τίποτα. Κάθομαι στον καναπέ και χαζομιλάω ώρες στο τηλέφωνο με τη μαμά μου ή τις φίλες μου. Το μάξιμουμ που μπορεί να κάνω είναι πάω για shopping, αν και τελευταία το βαρέθηκα.» Μα πώς ξαφνικά το σύμβολο του καταναλωτισμού και της σπουδαιότητας του κατάλληλου outfit σνομπάρει το shopping αφού παλιά είχε δηλώσει ότι είναι η καλύτερη θεραπεία για τη διάθεσή της; «Πρέπει να εξελίσσεσαι με την πάροδο του χρόνου. Η καλύτερη θεραπεία στις δικές μου δυσκολίες στην παρούσα φάση της ζωής μου είναι το να μπορώ, μέσω της επωνυμίας μου, να βοηθάω τους άλλους. Στο χωριό Juarez όπου πήγα για να ενημερωθώ για τη δραματική ιστορία της ταινίας είδα τόσο σκληρά πράγματα, ήρθα τόσο κοντά ξανά με την πραγματικότητα του δρόμου που αυτόματα όλες μου οι προτεραιότητες επανεξετάστηκαν μέσα μου.» Ευτυχώς όχι έξω!