Ο Άγγελος Σικελιανός (Λευκάδα 1884 - Αθήνα 1951) ήταν γιος του λόγιου Ιωάννη Σικελιανού και της καλλιεργημένης αστής Χαρίκλειας Στεφανίτση, μακρινής συγγενούς του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές στη Λευκάδα, ο ποιητής ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά, τα οποία όμως σύντομα εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Την περίοδο αυτή συμμετείχε στις δραστηριότητες της "Νέας Σκηνής" του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε ποικίλα φιλολογικά περιοδικά της εποχής. Το 1906 γνωρίστηκε με την πλούσια φιλέλληνα Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, με την οποία παντρεύτηκε την επόμενη χρονιά και απέκτησαν τον μοναχογιό του Γλαύκο.
Το 1909 έκανε την πρώτη επίσημη ποιητική του εμφάνιση με την πολυτελή έκδοση του Αλαφροϊσκιωτου. Το 1915 - 17 δημοσιεύτηκαν οι Τέσσερις Συνειδήσεις, που με την όψιμη προσθήκη μιας πέμπτης συγκρότησαν τη σύνθεση Πρόλογος στη Ζωή. Η Μήτηρ Θεού (1917 - 19) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα "καθαρής ποίησης" στην Ελλάδα. Το 1918 δημοσιεύτηκαν τα πρώτα ποιήματα της φιλόδοξης σύνθεσης Το Πάσχα των Ελλήνων, η οποία όμως έμεινε ανολοκλήρωτη. Μετά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, ο Σικελιανός, θυσιάζοντας γενναιόψυχα το δημιουργικό του έργο, αφιερώθηκε για μια διετία στη Δελφική Ιδέα, ένα μεγαλεπήβολο ουμανιστικό οραματισμό που απέβλεπε στη συναδέλφωση και συνεργασία των λαών κατά τα πρότυπα της αρχαίας Δελφικής Αμφικτυονίας. Με την αμέριστη συμπαράσταση της Εύας οργάνωσε τις μεγαλόπνοες Δελφικές Εορτές του 1927 και του 1930. Μετά την αποτυχία της Δελφικής Προσπάθειας και τη χρεωκοπία της Εύας, εκείνη επέστρεψε στην Αμερική, από όπου διατήρησε πυκνή αλληλογραφία με τον Σικελιανό ως το τέλος της ζωής του. Το 1940 ο ποιητής παντρεύτηκε την Άννα Καραμάνη.
Την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής συμμετείχε δραστήρια στην πνευματική αντίσταση, τόσο με τη δραστηριότητά του στα πλαίσια του ΕΑΜ λογοτεχνών, όσο και με την ποίησή του, η οποία μπήκε τότε στην ωριμότερη περίοδό της. Παράλληλα, ο ποιητής άρχισε να στρέφεται συστηματικά προς τη συγγραφή λυρικών τραγωδιών, επιδιώκοντας ένα κοινωνικότερο είδος τέχνης. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προτάθηκε δύο φορές για το βραβείο Nobel από γνωστούς Ευρωπαίους δημιουργούς. Το 1943 δημοσίευσε την αυτοανθολογία του Αντίδωρο. Το 1946 - 47 συγκέντρωσε σε τρεις τόμους τα ποιητικά άπαντά του με τον τίτλο Λυρικός Βίος και το 1950 σε δύο τόμους τις περισσότερες τραγωδίες του με τον τίτλο Θυμέλη (σήμερα η ποίησή του κυκλοφορεί σε έξι τόμους και το θέατρό του σε τρεις, επιμελημένα από τον Γ.Π. Σαββίδη στον Ίκαρο). Το 1951 πέθανε στην Αθήνα από οξύ πνευμονικό οίδημα.
Ο Σικελιανός συνδυάζει στο έργο του τον οραματικό μυστικισμό με τη γήινη αισθαντικότητα. Αξιοποίησε και εμπλούτισε τα διδάγματα της νεοελληνικής ποιητικής παράδοσης, από το δημοτικό τραγούδι και τον Ερωτόκριτο ως τον Σολωμό και τον Παλαμά. Υπήρξε δεξιοτεχνικός χειριστής της παραδοσιακής μετρικής, αλλά και από τους πρώτους τολμηρούς ανανεωτές της. Στο πρόσωπό του οι μεγαλύτεροι ποιητές της Γενιάς του '30 αναγνώρισαν ένα σημαντικό ποιητικό πατέρα.
Ο Σικελιανός συνδυάζει στο έργο του τον οραματικό μυστικισμό με τη γήινη αισθαντικότητα. Αξιοποίησε και εμπλούτισε τα διδάγματα της νεοελληνικής ποιητικής παράδοσης, από το δημοτικό τραγούδι και τον Ερωτόκριτο ως τον Σολωμό και τον Παλαμά. Υπήρξε δεξιοτεχνικός χειριστής της παραδοσιακής μετρικής, αλλά και από τους πρώτους τολμηρούς ανανεωτές της. Στο πρόσωπό του οι μεγαλύτεροι ποιητές της Γενιάς του '30 αναγνώρισαν ένα σημαντικό ποιητικό πατέρα.