ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 210-92.17.333
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Λ. Συγγρού & Λαγουμιτζή 25
ΗΜΕΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ: Πέμπτη-Κυριακή
ΕΝΑΡΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ: 23:30
ΤΙΜΕΣ
Εισιτήριο: 15 & 20 ευρώ
Φιάλη Ουίσκι/4 άτομα: 180 & 200 ευρώ (κομπλέ)
Φιάλη Κρασί/2 άτομα: 90 ευρώ
Ημουν κι εγώ εκεί...
Το πρόγραμμα στο ευάερο και εύηχο Fever ξεκινάει όταν το κοκκινοπορτοκαλί παραβάν που κρύβει τη σκηνή ανοίγει για να αποκαλύψει το πρώτο από μία σειρά αρσενικών και θηλυκών δειγμάτων της ελληνικής πανίδας και χλωρίδας.
Σε μια λίμνη από μοβ-ροζ-πρασινομπλέ φως σκάει το 1ο, (αγόρι με τζην), και λέει με τη μύτη το «ήθελα να σε φιλήσω/ δε μπορώ να κάνω πίσω». Λέει επίσης το ρεφρέν: «Γιατί, γιατί με πήρες απ’ το κύμα/ γιατί, γιατί δεν ξέρω πού με πας» το οποίο με έβαλε σε υποψίες για τα επαπειλούμενα.
Ακολουθούν διάφορα αγόρια, κορίτσια και κάτι σαν αγόρια με τζην, ξανθά μαλλιά σε κοτσιδάκια, ή μελαχρινά μαλλιά με σκισμένο τζην, ένα ανορεξικό με μπότα κι ένα άφωνο με φαβορίτα.
Κάποια στιγμή βγαίνουν τέσσερα μαζί από τα προαναφερθέντα δείγματα και λένε κάτι σαν μάμπο, σε τετραφωνία -το «α» στερητικό.
Μετά η φαβορίτα λέει: «Ένα τραγούδι ακόμα, μ’ ακούς; /Και έχω γίνει λιώμα, μ’ ακούς;»
Όχι, όχι ένα τραγούδια ακόμα, φωνάζουμε εμείς αλλά τίποτα το ακάθεκτο.
Μετά, τζην, μπότες, φαβορίτες και κοτσιδάκια λένε και κάτι «ξένα», αλλά λόγω αγγλικών επιπέδου πιο-lower-δεν-έχει, δεν κατάλαβα ποια τραγούδια ήταν.
Γύρω στις δώδεκα παρά τέταρτο, σκεπτόμενη ότι όλο και κάποιο διερχόμενο ασθενοφόρο (σαν αυτό που μαζεύει το Νίνο στο βιντεοκλίπ του «Φοβάμαι»), θα έρθει να με γλιτώσει, αποφάσισα να κάνω το μαλλί μου ‘φράχτη’.
Και πάνω στα υπερυψωμένα σημεία του ‘φράχτη’ να κρεμάσω προβατοκούδουνα και χριστουγεννιάτικες μπάλες. Και από τα πίσω μαλλιά να ρίξω δυο σειρές φωτορυθμικά λαμπάκια ν’ αναβοσβήνουν.
Δεν είχα αποσώσει τη λυτρωτική αυτή φαντασίωση όταν είδα το Νο 5 ή το 7, να ανατέλλει φορώντας πουκάμισο αγορασμένο από τους Κινέζους στις εκπτώσεις και να άδει το «Φωτιά θαλασσι(χτίρ)» από την Κόλαση του Δάντη.
«Να σου ρίξω ρε κόσμε κλωτσιά
μήπως σπάσω και τη μοναξιά»
Και σα να μην έφτανε που τραγούδαγε ήθελε να ερμηνεύσει κιόλας, εξ ου και σε κάθε «Επικίνδυνα αγαπααάς/ δε σε παίρνει πια για μααας» βάραγε με την παλάμη το στήθος, μέχρι που έφτασε σε μία μοιραία κορώνα και συνετρίβη αύτανδρος πάνω της, πάει και το πουκάμισο εισαγωγής.
Οσιομαρτυρίας συνέχεια.
Κάποιο από τα τζην στριγκλίζει σα να κάνει Bangy Jumping από τη γέφυρα του Ρίου, ενώ άδει το «Love to love you baby», πέφτοντας.
Ακολουθεί το Πεγκυζήνειο «Ματώνω, ματώνω» (προφανώς το προηγούμενο πήδηξε χωρίς το σκοινί), και εκτελεί το «Μόνο μια φορά να σ’ έβλεπα για λίγο» με ψαροντούφεκο από τα 2 μέτρα.
Για να περάσει η ώρα άρχισα να μετράω νεκρούς και τραυματίες.
Πάνω που έκανα τη σούμα, εμφανίζονται δύο από τα άνωθεν με κιθάρα τύπου ηλεκτρική, το ένα, και φυσαρμόνικα στη χούφτα, το άλλο, και μαζί ροκεντρολάρουν και φυσαρμονίζουν τον πλανήτη εκτός τροχιάς.
«Πού είμαι;» ρωτάει ο φίλος μου ο Γιώργος; «Πιες άλλη μια βότκα», του απαντάει η Λένα, «γιατί ακόμα δεν έχει βγει η Παπαρίζου».
Round up the wagons..
Ο Γιώργος βρισκόταν στην τρίτη βότκα κι εγώ στο δεύτερο ντεπόν όταν βγήκε η ΕλενοVision κι άρχισε να χτυπάει αναπάντητες κλήσεις όπου λάχει.
Πριν βγει εκείνη όμως, η καλή ορχήστρα είχε κάνει ένα intro με beat λαχματζούν και βιολιά γιαουρτλού για να την «εισάγει» στο θέμα της.
Και το θέμα της είναι, φυσικά το ύψος του κάτω στριφώματος της το οποίο απέχει από το πάτωμα όσο και το Αντίρριο από το Μεξικό (σ.σ. με πολύ δυνατό μπούτι κατεβαίνουμε στη Γιουροβίζιον φέτος).
Τέλος πάντων, μας τα είπε κι αυτή ρεφρέν το ρεφρέν μέχρι ναυτίας, άλλαξε δύο σουτιέν, μία ρομπ ντε σαμπρ και δυο τεράστια μανίκια χωρίς φόρεμα, και έκανε διάφορες εφόδους επί σκηνής μαζί με τα μπαλέτα.
Σε μία από αυτές, βλέπω ξαφνικά έξι αγόρια γυμνά από τη μέση και πάνω, μαύρα παντελόνια από τη μέση και κάτω, άσπρα γάντια στα χέρια και την Έλενα στη μέση να λέει: "Fever, you give me fever" (για όσους είχαμε ήδη ξεχάσει σε ποιο μαγαζί βρισκόμασταν) και αμέσως μετά περικυκλωμένη από τα κορίτσια του μπαλέτου ντυμένα με χορτόφουστες να την πέφτει στο "All that Jazz" (Greek gyros remix).
Σ’ εκείνο το σημείο η φωνή του καουμπόυ που κρύβω μέσα μου φώναξε «Βάλτε τις άμαξες σε κύκλο και τα γυναικόπαιδα στη μέση» διότι το είχα δει το ντεκόρ με τις φλόγες από πλεξιγκλάς να έρχεται από το πλάι και είπα να σώσω όσους προλάβαινα.
Για την Έλενα οφείλω να πω επίσης πως, παρά το ότι το κοινό δεν τη χειροκροτούσε και ούτε λουλούδια της πέταγε, εκείνη επέμεινε στα ρεφρέν της μέχρι τέλους.
Όταν όμως είπε και το «Η αγάπη είναι ζάλη» ο ντράμερ αποφάσισε ότι η αγάπη μπορεί να είναι και κοπανιστή επίσης κι έκανε ένα ντου που παραλίγο να βγάλει από το κώμα το μισό μαγαζί στο βάθος -εκεί που οι μετρ είχαν αφήσει το χορό των τυρεμπόρων να σιγοκοιμάται μέχρι να έρθει η ώρα να φύγει.
ΣΑΚΗΣ! ΣΑΚΗΣ! ΣΑΚΗΣ!
Για τον Σάκη μόνο καλά λόγια έχω να πω και δε θέλω ‘ου’ από κανέναν.
Πιο καθαρό, φροντισμένο, επαγγελματικό και γενικώς άψογο πρόγραμμα από του Σάκη δε νομίζω ότι κυκλοφορεί στις αθηναϊκές πίστες.
Τι φώτα, τι ντεκόρ, τι καλοπροβαρισμένα όλα, λέιζερ, εφέ, μπαλέτα, ρούχα. Τέλεια.
Και επειδή το μέγεθος μετράει που έλεγε και ο Γκοτζίλα, η είσοδος του Σάκη γίνεται με μεγαλειώδη τρόπο. Στη σκηνή εμφανίζεται ένα τεράστιο κεφάλι -που στην αρχή νόμιζα ότι ήταν μέδουσας αλλά μετά κατάλαβα ότι επρόκειτο μάλλον για κεφαλή Αιγύπτιας Θεότητας- το οποίο ανοίγει στη μέση για να γεννηθεί ο Σάκης όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία.
«Θέλω στο Κάιρο να πας
και να μετανοήσεις
στης πυραμίδας τα σκαλιά
συγνώμη να ζητήσεις»
Στο μεταξύ το μπαλέτο, για λόγους νεορεαλισμού μάλλον, κάνει οξυγονοκολλήσεις σε μία σκαλωσιά παραδίπλα.
Θα ‘μαι μια ζωή δίπλα σου εγώ
Να μη σου συμβεί τίποτα κακό
Καινούριο ντεκόρ, καλό παιδί ο Σάκης. Το καλύτερο.
Ένα υπερθέαμα είδα με τα μπαλέτα να φοράνε βενετσιάνικες μάσκες, έναν παλιό πολυέλαιο να ανεβοκατεβαίνει από το ταβάνι, βροντές, αστραπές, άψογο ήχο και τον Σάκη να λέει Queen, να χορεύει, να ξαπλώνει, να κάνει ακροβατικά και να είναι και αβάσταχτα σέξι.
Περιττό να πω το τι έγινε μέσα στο κατάστημα από σηκωμένα χέρια και αλαλάζοντα κορίτσια.
"Θα σου κάνω μακαρόνια με κιμά για να φας
θα σου κάνω και στα πόδια μασάζ αν πονάς"
(Και φακές ανάλατες να μου κάνεις Σάκη μου εγώ θα είμαι εκεί.)
Εν πάση περιπτώσει όλο αυτό φτάνει σε μία κορύφωση με το Σάκη να ψιθυρίζει ερωτόλογα και να βογκάει από ηδονή ενώ τραγουδάει το:
"Θέλω το κορμί μου να αγγίζεις
Θέλω να κοιτάω
Θέλω να μη σταματήσεις
Θέλω να κοιτάω
[έλα πιο κοντά η ανάσα σου να καίει] ψίθυρος
Θέλω απ’ την ηδονή να δακρύζεις
Θέλω να κοιτάω
Τις αισθήσεις μου ερεθίζεις
Θέλω να κοιτάω"
Το ντεκόρ πίσω του είναι τρία ενυδρεία μέσα στα οποία υπάρχουν διάφορες ημίγυμνες σε παροξυσμό που κουνιούνται προς όλα τα μήκη και τα βάθη της ύπαρξης, ενώ ο Σάκης ημιανάκλιντρος στέλνει έξοσετ στεναγμών προς όλο το γυναικείο πληθυσμό της αιθούσης.
Χαμός.
Να του βάλω άριστα δέκα για το τάνγκο που χόρεψε, αφού είχε μόλις τραγουδήσει το «I don’t hear a sound/just the lonely beat of my heart» με φωνή crooner, είναι λίγο.
Διότι ο Σάκης είναι μοναδικός και έχει βγει εκτός βαθμολογίας - σε μια κατηγορία αποκλειστικά δική του.
«Σε θέλω σαν τρελός..»
Θεός!
Νιαουρίζει ή σκιουρίζει, βρε παιδιά;
Αυτή είναι και η μεγάλη απορία που μου έμεινε μετά την προχθεσινή βραδιά.
Καθώς άκουγα να βγαίνουν από το λαρύγγι του Μαζωlive διάφοροι ήχοι που δεν ανήκουν στο πεντάγραμμο, υπέθεσα ότι θα πρέπει να τους έχει δανειστεί από το ζωικό βασίλειο, αλλά δεν κατάφερα να βρω σε ποια ζωντανά ακριβώς ανήκουν.
Με το μυαλό μου τα σκέφτηκα ένα-ένα: το λιοντάρι βρυχάται, το άλογο χλιμιντρίζει, τα βατραχάκια κοάζουν, τα ψαράκια τίποτα, και πάει λέγοντας.
Επειδή όμως τα σκιουράκια δεν ξέρω τι κάνουν αποφάσισα ότι αυτό που άκουγα ήταν σκιουρισμός.
Αιχμηρόδοντη μεγαλοσκιουρίνα δηλαδή σε στάση διασταύρωσης με σεξομανή γάτο, ο οποίος σε στιγμή ακόρεστης κάψας εξέλαβε τη φουντωτή ουρά της ως αποτέλεσμα προκλητικής δημιουργίας κομμωτή και όρμησε από τα μετόπισθεν.
Τον συνεπακόλουθο κροταλοθόρυβο άκουσα προχτές στο Fever τη στιγμή του:
«Εμένα πες μου ποιος, ποιος θα με καταλάβει
Και στα δικά του όνειρα θα με συμπεριλάβει»
Ο Γιώργος Μαζωνάκης είναι, νομίζω, μοναδικός.
Εχει καταφέρει ενώνοντας γράμματα (το ζήτα με το δέλτα & το σίγμα με το θήτα), να εισάγει στην ελληνική γλώσσα τριπλά σύμφωνα και ήχους που δεν είχε.
Π.χ.: «αυτό το τσθιγάρο που καίει» και «Χίλιεσθ βραδιέσθ θα μ’ αρνηθείς, χίλιεσθ θα με δζητήσεις».
Ο Μαζωlive επίσης είναι ο μετρ του ρεφρέν.
Πρέπει να είπε μέχρι και τριακόσια όση ώρα ήμουν εγώ εκεί και μάλιστα χωρίς νότες. (Τον δοκίμασα σε όλες τις διέσεις, σε όλες τις υφέσεις, και σε όλες τις πιθανές υποδιαιρέσεις από ντο μέχρι σι, αλλά δεν τον βρήκα πουθενά).
Το καλύτερό του πάντως είναι όταν ραπάρει και όταν τραγουδάει το «θέλω να γυρίσω στα παλιά/ θέλω την παλιά μου γειτονιά» , τσακίζοντας όλα τα «ω» και τα «α».
Διότι πρέπει να σου πω ότι ο Μαζώ θέλει να γυρίσει στη Νίκαια και στον Πειραιά αλλά προφανώς έχουν στήσει μπλόκα οι Πειραιώτες και απειλούν να τον πάρουν με τη γαρυφαλλόσκουπα έτσι και πάει να τους συναυλίσει άδοντας.
Κλείνω όμως, γιατί βλέπω ότι κουράστηκες, με το:
«Με λένε Γιώργο και ποτέ δεν τραγουδάω», πες το ψέματα.
Η καλύτερη στιγμή:
Ήταν όταν βγήκα στην παγωμένη νύχτα έδωσα το καρτελάκι μου στον παρκαδόρο για να μου φέρει το όχημα κι εκείνος με ρώτησε: «Τι αυτοκίνητο;» «Μεγάλο, λευκό με καρούμπαλο, σειρήνα και γρήγορα» του απάντησα. Πέντε ευρώ μου στοίχισε το χιουμοράκι.
Τελικά αξίζει να πάω;
Περιμένεις μέχρι να εμφανιστεί και να τελειώσει το πρόγραμμά του ο Σάκης! Σάκης! Σάκης!
Και μετά γίνεσαι Κεντέρης. Από το σημείο μηδέν μέχρι την έξοδο σε λιγότερο από δέκα δεύτερα.
Καθυστέρησες στην εκκίνηση;
Φεύγεις με τρία ρεφρέν στο παθητικό σου.
ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ & Ο ΗΧΟΣ:
Πρέπει να πω ότι το Fever είναι το πρώτο μαγαζί πίστας που διαθέτει τόσο καλό, καθαρό, ισορροπημένο και διαυγή ήχο.
Γεγονός που το σχολιάσαμε από την πρώτη ώρα του προγράμματος.
Φεύγοντας όμως, η φίλη μου η Ελένη είχε μένει με την απορία: «Μα αφού λες ότι ο ήχος ήταν καλός τότε γιατί ακουγόταν έτσι ο Μαζωνάκης;»
Την κοίταξα, άνοιξα το στόμα με την πρόθεση να της «εξηγήσω», αλλά από εκείνη τη στιγμή και μέχρι το επεισόδιο με τα μποφόρ και το σκιουρόγατο δεν κατάφερα να αρθρώσω λέξη.
Αυτό το κείμενο λοιπόν της το αφιερώνω, 1ον, γιατί ελπίζω να της έλυσε την απορία και, 2ον, διότι η ανιδιοτέλεια και η αυταπάρνηση με τις οποίες θυσιάζεται κάθε φορά που εγώ πρέπει να πάω να παρακολουθήσω ένα από αυτά τα φωνητικά ή ηχητικά κακουργήματα με έχει κατασυγκινήσει.
Ούτε η Ζαν Ντ’ Αρκ δεμένη πάνω στον πάσαλο της πυράς δεν τράβηξε τόσα μαρτύρια όσα οι δύο πιστοί φίλοι μου που με συνοδεύουν στα πιστάδικα.
Αν συνεχίσουν έτσι, μέχρι να τελειώσει η σεζόν, θα έχουν αγιάσει.
Γεωργία Λαιμού.
Ησουν κι εσύ εκεί; Πες μου τι είδες μ' ένα mail...: [email protected]